Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια: «Η εθνική ομάδα πρέπει να έχει τον καλύτερο έλληνα προπονητή και τους καλύτερους παίκτες» είπε ο Νίκος Παππάς. Που ούτε τρελός είναι ούτε μικρός. Στα 28, περισσότερα είναι τα αθλητικά χρόνια που έχει διανύσει από αυτά που έχει μπροστά του. Το θέμα «εθνική ομάδα μπάσκετ» δεν είναι κάτι που προέκυψε ξαφνικά. Είναι προϊόν συγκεκριμένης νοοτροπίας και πρακτικής της Ομοσπονδίας: «Δικό μας είναι το μαγαζί, κάνουμε ό,τι γουστάρουμε και δεν έχουμε να δώσουμε πουθενά λογαριασμό». Κάπως έτσι φτάσανε στον Κώστα Μίσσα και στον Θανάση Σκουρτόπουλο (με όλο τον σεβασμό στη δουλειά και τη διαδρομή του οποιουδήποτε επαγγελματία). Κάπως έτσι φτάσαμε μια δωδεκάδα πρωτοκλασάτων αθλητών να απέχει από την εθνική ομάδα. Κάπως έτσι η Εθνική έχει να μπει στην τετράδα του Ευρωμπάσκετ από το 2009. Και δεν ανοίγει μύτη.

Τσίρκο

Κάποτε το μπάσκετ ήταν ψηλά. Και δεν μιλάμε μόνο για τις αγωνιστικές επιτυχίες. Αλλά σε οργανωτικό επίπεδο. Το μπάσκετ έβλεπε το ποδόσφαιρο και το κορόιδευε. Και όχι άδικα. Το μπάσκετ ήταν μπροστά. Το μπάσκετ το 1987 έφτανε στην κορυφή της Ευρώπης. Το ποδόσφαιρο το 1994 στο Μουντιάλ της Αμερικής έμοιαζε με τσίρκο. Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος σε σχέση με τους παράγοντες του ποδοσφαίρου ήταν εκατό χρόνια μπροστά. Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, έχουν μείνει οι αναμνήσεις και η αλαζονεία. Τα χρόνια που πέρασαν είναι πολλά. Ο κόσμος άλλαξε. Το μπάσκετ άλλαξε. Το ελληνικό μπάσκετ, παρά τα προβλήματά του, εξάγει προπονητές: Ιτούδης, Κατσικάρης, Μπαρτζώκας, Πρίφτης, παλαιότερα, Γιαννάκης, Ζούρος. Σε συλλογικό επίπεδο παρά την κρίση, Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός στέκονται ψηλά. Η ΑΕΚ πήρε το Τσάμπιονς Λιγκ. Η μοναδική που κάνει βήματα προς τα πίσω είναι η Ομοσπονδία. Με τη λογική του μικρομάγαζου, τον 21ο αιώνα δεν πας πουθενά.

Απαξίωση

Στο ποδόσφαιρο η επιλογή μετά τον Ρεχάγκελ ήταν ο Φερνάντο Σάντος. Ο μετέπειτα πρωταθλητής Ευρώπης. Οταν η ομάδα έφτασε στην εσχάτη απαξίωση, είχε στον πάγκο τον Κλάουντιο Ρανιέρι. Με προϋπηρεσία σε Ρόμα, Γιουβέντους, Ιντερ, Τσέλσι, Βαλένθια, Ατλέτικο Μαδρίτης. Και μετέπειτα πρωταθλητή Αγγλίας με τη Λέστερ. Με την τότε ΕΠΟ του Γ. Σαρρή να στήνεται στα εννιά μέτρα, με τη κατηγορία της εσχάτης ποδοσφαιρικής προδοσίας. Επειδή απαξίωσε την εθνική ομάδα. Σκέψου να είχαν κάνει αυτό που κάνει ο Γ. Βασιλακόπουλος. Να είχαν προσλάβει ομοσπονδιακό προπονητή τον Μπάμπη Τεννέ ή τον Καραγεωργίου. Κατανοείς τη δυσκολία των συνθηκών. Οτι οι αθλητές είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένοι από τις υποχρεώσεις τους για πρωτάθλημα και Ευρωλίγκα. Τα παιχνίδια είναι πολλά. Η εθνική ομάδα είναι ένα επιπρόσθετο βάρος. Δουλειά της Ομοσπονδίας είναι να την κρατάει σε υψηλό επίπεδο.

Υπερβολή

Κι αυτό δεν γίνεται με το να αγοράζεις μέσω της wild card τη συμμετοχή σου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Γίνεται με το να δημιουργείς τις συνθήκες για να κάνεις την εθνική ομάδα ελκυστική. Ενας προπονητής αυξημένου κύρους, που εμπνέει τον σεβασμό, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Η εθνική ομάδα πρέπει να είναι «ακριβή». Πρέπει να είναι «δύσκολη». Αν εσύ σαν Ομοσπονδία την κάνεις «εύκολη» με τις επιλογές σου, την υποβιβάζεις, θα ακολουθήσουν και οι αθλητές. Δεν είναι το καλύτερο παιδί, σε θέματα πειθαρχίας, ο Παππάς. Βαριά κουβέντα να λες, «ποιος Σκουρτόπουλος». Δεν κερδίζεις υποβιβάζοντας τον άλλον. Αντιθέτως, χάνεις. Είναι άλλο όμως η υπερβολή του Παππά στους χαρακτηρισμούς κι άλλο το (υπαρκτό) θέμα της εθνικής ομάδας. Ο ίδιος ο Γιώργος Βασιλακόπουλος οφείλει να σεβαστεί τα χρόνια του και την ιστορία του. Σε ποια ιδιωτική εταιρεία θα έκανε κουμάντο ένας 79χρονος; Εκτός εάν πρόκειται περί ιδιοκτήτου. Που στερείτο απογόνων.