Αν ρωτήσει κανείς το στενό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη πού αποσκοπεί τελικά η γαλάζια πρόταση δυσπιστίας, η απάντηση είναι σύντομη και δίνεται με έναν αγγλικό ιδιωματισμό: «Name and shame». Σε ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά, στόχος της είναι να αποκαλύψει ποιος στηρίζει την κυβέρνηση και τη συμφωνία για το Μακεδονικό, που εκείνη έφερε –ήτοι τον Πάνο Καμμένο –και να τον ευτελίσει. Προκειμένου να πετύχουν, όπως λένε, «την πολιτική του εξαΰλωση». Σύμφωνοι. Πώς, όμως, εξυπηρετούν όλα αυτά τη ΝΔ;

Από το νεοδημοκρατικό στρατόπεδο σπεύδουν να διευκρινίσουν πως στην πραγματικότητα δεν περιμένουν «να έχει απώλειες η κυβερνητική πλειοψηφία». Ευελπιστούν, ωστόσο, η πρόταση μομφής «να εξελιχθεί σε καταλύτη για την κυβερνητική συνοχή στο μέλλον». Εξού, συμπληρώνουν, «και εξαντλήσαμε το κοινοβουλευτικό μας οπλοστάσιο». Με άλλα λόγια, αναμένουν αποτελέσματα από τη συγκεκριμένη τακτική όχι άμεσα, αλλά σε βάθος κάποιων μηνών. Μόνο για ένα ζήτημα φαίνεται ότι δεν προτίθενται να αποδομήσουν πλήρως την κυβέρνηση: τη διευθέτηση του χρέους. Οι συνεργάτες του Μητσοτάκη επισημαίνουν πως η ΝΔ επιθυμεί «την καλύτερη δυνατή ρύθμιση του χρέους» –μιας και φρονούν ότι εκείνοι θα διαχειριστούν τη μεταμνημονιακή εποχή και θέλουν «όσο το δυνατόν περισσότερο δημοσιονομικό χώρο».

Στην ανάγνωση αρκετών στο προεδρικό περιβάλλον, λοιπόν, «ακόμη και χωρίς απώλειες, ύστερα από αυτήν τη διαδικασία, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει έναν εταίρο που δεν θα είναι εταίρος και θα υπογράψει στις Πρέσπες πληγωμένος πολιτικά». Από την άλλη, βέβαια, ακούγεται και το επιχείρημα πως οι 154 ψήφοι στα προαπαιτούμενα για την τέταρτη αξιολόγηση μπορούν να εκληφθούν και ως ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Αρα γιατί πραγματικά χρειαζόταν μια πρόταση δυσπιστίας;

Οι λόγοι πρέπει μάλλον να αναζητηθούν εσωκομματικά. Πέρα από το πλήγμα που η αξιωματική αντιπολίτευση επιθυμεί να προκαλέσει στην κυβέρνηση, με τη συγκεκριμένη κίνηση αποπειράται να συσπειρώσει τα στελέχη και τη βάση της. Καθώς και να απευθυνθεί σε εκλογικά ακροατήρια για τα οποία η χρήση του όρου Μακεδονία από τη γειτονική χώρα ενδέχεται να αποδειχθεί επαρκής λόγος για να ψηφιστεί ένα κόμμα ή όχι.

Η σημασία που αποδίδεται στην εικόνα της ενότητας φαίνεται και από το γεγονός ότι ως εισηγητής στην κοινοβουλευτική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη επιλέχθηκε ο αντιπρόεδρος Κωστής Χατζηδάκης. Σε επίπεδο συμβολισμών, με το πρόσωπό του, η ΝΔ παρουσιάζεται έχουσα ενιαίο μέτωπο σε αυτήν την υπόθεση. Στη λογική –όπως λένε από την Πειραιώς –ότι «μέχρι και οι μετριοπαθείς που θα υποστήριζαν έναν συμβιβασμό πιστεύουν ότι δεν είναι καλή η συμφωνία».

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ. Στο ίδιο πλαίσιο, της ανάγκης να εμφανιστεί το κόμμα ενωμένο, σύμφωνα με γνώστες των κεντροδεξιών παρασκηνίων, έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να επιστρατευθεί και μια από τις φωνές της παράταξης, ο Κώστας Καραμανλής, από τον οποίο ζητήθηκε μια δημόσια δήλωση για τη συμφωνία. Επικοινωνιακά και πολιτικά αξιολογήθηκε ως ο ενδεδειγμένος τρόπος να αντικρούσουν την κριτική που ακουγόταν τις τελευταίες μέρες στα συριζαϊκά πηγαδάκια ότι εκείνος με τη σιωπή του στηρίζει τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ.

Στους κόλπους των νεοδημοκρατών, πάντως, επικρατεί ανησυχία για τη συμφωνία. Κυρίως για τον σπονδυλωτό της χαρακτήρα, επειδή αυτός σημαίνει πως ίσως κληθεί το κόμμα τους να την επικυρώσει ως κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή. Παρ’ ότι ο εσωκομματικός αντίλογος είναι πως «προκαλεί τόσες τριβές και στις δυο πλευρές των συνόρων που δεν είναι σίγουρο ότι θα προχωρήσει τελικά». Εκτός, όμως, από όσα ίσως συμβούν στο κυβερνητικό τους μέλλον, κάποιοι φοβούνται για την επίδραση που θα έχει ο περίφημος ετεροχρονισμός της εφαρμογής της στο αντιπολιτευτικό τους παρόν. Οπως σημειώνει έμπειρος γαλάζιος κοινοβουλευτικός, «μπορεί να εξελιχθεί σε απορροφητήρα της επικαιρότητας». Να επισκιάζει, δηλαδή, όλα τα ζητήματα που κατά καιρούς θα θέλει να αναδείξει αντιπολιτευτικά η ΝΔ.