Οι μαθητές του Χριστού, παρ’ όλο που τον άκουσαν όσο ζούσε και είδαν τον θάνατό του, τη μεταμόρφωσή του στο Ορος και την Ανάσταση, δεν μπόρεσαν με τα Ευαγγέλιά του να δημιουργήσουν μια μοναδική αυθεντία ώστε να την παραδώσουν στην ανθρωπότητα. Ηδη ένας θεμελιώδης «μαθητής» που δεν τον γνώρισε ζώντα και δρώντα, ο Σαύλος κατ’ αρχάς μανιακός του εχθρός και μετά ως Παύλος «αυθεντικός» κληρονόμος της διδασκαλίας του, τόσο «αυθεντικός» ώστε να διαφωνήσει κάθετα με τον μαθητή που ο ίδιος ο Χριστός έχρισε την πέτρα (τον λίθο) πάνω στην οποίαν ως Πέτρος θα οικοδομηθεί η διδασκαλία του στο μέλλον. Από κει και πέρα μέσα στους αιώνες ο χριστιανισμός έχοντας ως εφαλτήριο τα Ευαγγέλια, τις «Πράξεις των Αποστόλων» του Λουκά και τις «Επιστολές» του Παύλου μοίρασε τα ιμάτια του δόγματος όπως οι ληστές τα ιμάτια του Εσταυρωμένου. Αλήθεια είναι ο ίδιος Χριστός του Ηρώδη, των Ιησουιτών, της Ιεράς Εξέτασης, των Σταυροφόρων, του Χρυσόστομου, του Λούθηρου, του Βατικανού, ο Σικελικός Εσταυρωμένος με τον Χριστό του Μπέργκμαν, του Μαρξ, του Νίτσε, του Χάιντεγκερ, του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Βάρναλη, του Μακρυγιάννη, του Ντοστογέφσκι ή του Φτωχούλη του Θεού του Καζαντζάκη και του Γκαίτε;

Και όλοι αυτοί οι Χριστοί έχουν πίσω τους τα Ευαγγέλια του Λουκά και του Παύλου, ως πηγές αναφοράς.

Αλήθεια, σκεφτήκατε ποτέ τι θα μπορούσαν να συζητήσουν και πέραν του Ευαγγελίου (που «πολύ ηγάπησε») με τον δούλο που πολλαπλασίασε το δηνάριο που του εμπιστεύτηκε ο αφέντης του; Αλήθεια, πόσο ενδιαφέρον θα είχε ένα θεατρικό κείμενο όπου ο ιεροεξεταστής του Ντοστογέφσκι θα συνομιλούσε με τον πόρνο και αιμομίχτη Μαρμελάντοφ που ο Ντοστογέφσκι τον βάζει στον μέλλοντα Παράδεισο διότι «ποτέ δεν πίστεψε ότι θα σωθεί;».

Κι όλες αυτές οι χριστολογικές αιρέσεις ενώ υπάρχουν τα κείμενα.

Τι να περιμένει λοιπόν κανείς από έναν Σωκράτη που δεν άφησε κανένα κείμενο και οι δύο κοντινοί του «μαθητές», ο έμπειρος ρεπόρτερ Ξενοφών και ο έφηβος πιστός οπαδός, συντηρητικός φιλολάκων Πλάτων παραδίδουν δύο διαφορετικούς Σωκράτες.

Και ο Ξενοφών δεν διεκδικεί την ιδιότητα του φιλοσόφου. Ως πιστός πρακτικογράφος αφηγείται πράξεις, λεγόμενα, συμπεριφορές, ειρωνείες, συναντήσεις του ιδιότυπου ξυπόλητου, οινόφλυγα κοιλαρά αθηναίου «αλήτη» στις καθημερινές του εξόδους, περιπάτους, συμπόσια στην Αθήνα, δίπλα συχνά στον Ιλισό και στα γυμναστήρια παρέα κυρίως με νέους ευειδείς εφήβους. Ο Πλάτων πάλι μας παραδίδει έναν απόλυτο ορθολογιστή, ηθικιστή, είρωνα, μαιευτήρα ψυχών, δεινό διαλεκτικό και δεινότατο δάσκαλο. Με τη διαφορά πως όσα του χρεώνει ο Ξενοφών ως ιδέες δεν είναι τα ίδια με όσα του χρεώνει ο Πλάτων ως απόψεις του. Ο Ξενοφών είναι, όπως είπα, νηφάλιος οπαδός αλλά πρακτικογράφος, τίμιος ρεπόρτερ, ένα είδος συμβολαιογράφου που διασώζει τη διαθήκη του φίλου του.

Ο Πλάτων όμως, αν πιστεύουμε πως δεν είναι (και δεν είναι) πρακτικογράφος αλλά μέγας αυθεντικός, πρωτότυπος και ανεπανάληπτος φιλόσοφος, χρησιμοποιεί τον δάσκαλό του ως φερέφωνο, ως «ρόλο» των δικών του απόψεων. Ο,τι χρεώνεται στον Σωκράτη από τον Ξενοφώντα είναι Σωκράτης, ό,τι ισχυρίζεται και επιχειρηματολογεί ο πλατωνικός Σωκράτης είναι πλατωνική φιλοσοφία αυθεντική!

Και ανάμεσά τους ο Σωκράτης, σατιριζόμενο δημόσιο πρόσωπο στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη.

Οι σατιρικοί συγγραφείς όταν φτάνουν ώς την καρικατούρα ενός δημόσιου πολιτικού προσώπου κάπου ακουμπάνε στην πραγματικότητα. Δεν ξέρω να πέτυχε ποτέ μια σάτιρα όπου ο συγγραφέας παρουσίασε ως φαύλο έναν τίμιο, με τεκμήρια, πολιτικό. Απλώς η σάτιρα μεγεθύνει τα ελαττώματα, αυτή είναι η δουλειά της.

Ο Αριστοφάνης ως ευαίσθητος δέκτης της αγοράς των εντυπώσεων στις «Νεφέλες» παρουσιάζει ό,τι στον μέσο Αθηναίο φάνταζε ο Σωκράτης, ένας ιδιότυπος, ιδιόρρυθμος σοφιστής, μια καρικατούρα του Πρωταγόρα, του Κριτία, του Γοργία.

Ο Ψαθάς, στις μέρες μας, σ’ ένα μονόπρακτο γελοιοποίησε, ως φαμφαρόνο λογά, τον Σικελιανό, αλλά ο μακαρίτης μέγας ποιητής κυκλοφορούσε με μπέρτα, αρχαία πέδιλα και βακτηρία σαν του Τειρεσία. Τον έχω δει να διαβαίνει έτσι την κεντρική πλατεία της Λαμίας με τους καφενέδες μετά τη λειτουργία γεμάτη έκπληκτους αστούς!

Αυτόν τον ποιητή σατίρισε ο Ψαθάς και αυτόν τον Σωκράτη που μάζευε τα αγόρια στα κουρεία και στις παλαίστρες ο Αριστοφάνης.

Το ερώτημα στέκει και ζητεί απάντηση:

Ποιος ήταν τελικά ο Σωκράτης; Ηταν αυτός που ο Πλάτωνας τον βάζει να συνομιλήσει με τον Κρατύλο για τη γλώσσα πάνω σε άλυτα έως σήμερα προβλήματα ή αυτός που ο Ξενοφών αφηγείται πως επισκέφτηκε μια διαβόητη εταίρα και αφού την εξέτασε για τους τρόπους των ερωτικών της μεθόδων της έδωσε συνταγές με άλλες, πλέον ερεθιστικές και προσοδοφόρες;

Οι αιώνες θαύμασαν τον Σωκράτη και σε χριστιανικούς ναούς η εικόνα του, τουλάχιστον στον πρόναο, ζωγραφίζεται μεταξύ των μαρτύρων και των προφητών. Αλλά και φιλόσοφοι όπως ο Νίτσε τον έριξαν στην πυρά της φιλοσοφίας διότι παραμέλησαν τη διονυσιακή μέθη υπέρ της απολλώνιας νηφαλιότητας.

Τουλάχιστον στην ελληνική εκπαίδευση αγνοήθηκε ο Σωκράτης του Ξενοφώντα στα «Απομνημονεύματα». Πόσοι τα γνωρίζουν, αναρωτηθείτε. Εργο πολύτομο. Κυριάρχησε στην εκπαίδευσή μας ως εισαγόμενος από τη ρομαντική, έξοχη, βέβαια, παρακαταθήκη της Γερμανίας και των ιδεαλιστικών θεωριών ο πλατωνικός Σωκράτης, ο διαλεκτικός, ο είρων, ο κατακεραυνωτής των σοφιστών και ο «προτεσταντικός» πάστωρ των «Νόμων», έργου όπου καθορίζεται και η ημερήσια τροφική δίαιτα, η απαγόρευση του Ομήρου και η καταδίκη των τραγικών έργων.

Πόσοι άραγε έλληνες φιλόλογοι γνωρίζουν την ισοπεδωτική κατάρρευση αυτού του Σωκράτη από τον Καστοριάδη;

Ο Βάρναλης, που πριν ενταχθεί στο Κόμμα υπήρξε ένας έξοχος αναρχικός διανοούμενος, έγραψε πιθανόν το αριστούργημά του, την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Στη λέξη «αληθινή» κρύβεται όλη η «σωκρατική» ειρωνεία του Βάρναλη. Τόσο αληθινή, όσο αληθινή είναι του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αριστοφάνη και του Νίτσε!!!

Οταν ο Βάρναλης γράφει το κυρίαρχο δίδαγμα του δικού του Σωκράτη: «Κρίνω θα πει κοροϊδεύω» έχει μια για πάντα ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο αυθεντικός Σωκράτης.

Μ’ αυτές τις σκέψεις βρέθηκα στο θέατρο «Καρέζη» να δω ένα κείμενο θεατρικό πάνω στον Σωκράτη, τη ζωή του και τη δίκη του. Γραμμένο από τη Γιούλη Ζήκου έχει μια εντιμότητα σχετικά με την αμφιλεγόμενη αυτή συνταρακτική και συναρπαστική προσωπικότητα που ακόμη επηρεάζει την παγκόσμια σκέψη, τη φιλοσοφία, τη γλώσσα, την εκπαίδευση, την επιστήμη, την ηθική, την αισθητική και τη μεταφυσική.

«Ο καθένας και τα όπλα του» λέει ο Ελύτης. Και ο καθένας έχει τον Σωκράτη του, άλλος τον αλήτη, τον ξυπόλητο διανοούμενο άτεγκτο λογικό, τον απόλυτο ηθικιστή, τον οπαδό του εν ημίν θεού, τον θεοληπτικό θεομπαίχτη!!

Η Ζήκου με αφηγήσεις, με έρευνα νέων συγχρόνων αναζητητών του αληθινού προσώπου του φιλοσόφου και με την απολογία του Σωκράτη, ένα μείγμα «Κρίτωνος», «Φαίδωνα», «Απολογίας» και Βάρναλη, κατασκεύασε έναν νιοστό Σωκράτη τόσο νόμιμο και τόσο πειστικό όσο και τόσοι άλλοι μέσα στους αιώνες.

Ο μακαρίτης Φαίδων Πατρικαλάκης παρέδωσε έξοχο χώρο και κοστούμια, ο Χάλαρης μια σημαίνουσα μουσική παρέμβαση. Ο Τ. Ποδαρόπουλος φώτισε τη συνθήκη και παλιοί και νεότεροι ηθοποιοί πλαισίωσαν τον πρωταγωνιστή. Σεβάστηκαν τον λόγο και κατέβασαν τις ιδέες στο κοινό χωρίς έπαρση.

Την όλη οργάνωση και σκηνοθετική μέριμνα είχε η ηθοποιός και συγγραφέας του έργου Γιούλη Ζήκου.

Τον ρόλο του Σωκράτη κράτησε ο Γιάννης Μόρτζος. Πρόκειται για ένα επίτευγμα, διότι κατόρθωσε χωρίς φαμφαρονισμούς και επιδείξεις να ενσαρκώσει τον μελλοθάνατο που πιστεύει στην αθανασία, τον είρωνα, τον ταπεινό αλλά και εριστικό στις ιδέες, τον κουρασμένο από τη ζωή που δεν τον καταλαβαίνει αλλά και τον αιώνιο έφηβο στη διάθεση με την αφοπλιστική άνεση των μεγαλοφυών. Κάτι μεταξύ ζητιάνου και άρχοντα, διά Χριστόν σαλού και γελωτοποιού, σαλτιμπάγκου και γκουρού. Αλήθεια υπάρχει υπουργείο Παιδείας που πιστεύει όπως οι παλιότεροι πως το θέατρο είναι σχολείο της Δημοκρατίας, ακριβώς διότι στηρίζεται στη διαλεκτική των αντιθέτων;