Ας κάνουμε μια προβολή. Να υποθέσουμε ότι είμαστε –η χώρα εννοώ –μια οικογένεια. Και έρχεται στο σπίτι μας ένας επισκέπτης. Αν μας ζητήσει ένα ποτήρι νερό, επειδή είμαστε φιλόξενοι, θα του φέρουμε ολόκληρη την κανάτα. Αν όμως φεύγοντας πάρει μαζί του το ποτήρι, εμάς μεν δεν θα μας λείψει διότι τα ντουλάπια μας είναι γεμάτα ποτήρια, εκείνος όμως θα έχει διαπράξει μια κλοπή. Κάπως έτσι συμβαίνει με την αρχαιοκαπηλία, χωρίς μάλιστα η λέξη να αποδίδει επακριβώς την έννοια, αφού δεν πρόκειται περί εκμετάλλευσης αλλά περί υπεξαίρεσης –για να είμαστε πιο ακριβείς με τους νομικούς όρους. (Αυτό δεν έχει σχέση με τους χωρικούς άλλων εποχών που έβρισκαν «σκαλισμένες πέτρες» στα χωράφια τους, στόλιζαν με αυτές τα σπίτια τους και όταν τους εντόπιζε η Αρχαιολογική Υπηρεσία τις έδιναν πίσω με υπερηφάνεια διότι η αρχαία κληρονομιά βρέθηκε μέσα στη δική τους ιδιοκτησία.)

Σαν το χάλκινο ειδώλιο που επρόκειτο να δημοπρατηθεί υπάρχουν, φαντάζομαι, πολλά στα μουσεία της Ελλάδας, δεν έχει, για παράδειγμα, τη μοναδικότητα των Καρυάτιδων, ούτε θα μας λείψει. Αυτή είναι η άποψη όσων δεν βλέπουν με κακό μάτι την εμπορία αρχαίων αντικειμένων. Είναι όμως δικό μας. Το πώς έφτασε μέχρι εκεί είναι ένα θέμα που, μακάρι, όταν γίνει αυτή η δίκη, να υπαχθεί σε ένα νομικό πλαίσιο διότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την ακριβή ώρα και μέρα του…19ου, ίσως, αιώνα, που ένα αντικείμενο απομακρύνθηκε από τη χώρα στην οποία ανήκει. Πέραν τούτου, ο επαναπατρισμός ενός έργου τέχνης έχει και συμβολικό χαρακτήρα. Σαν μια γιορτή ενάντια στην αποικιοκρατία και σε εποχές που δεν υπήρχε σχετικό διεθνές δίκαιο.

ΥΓ: Παρ’ όλα αυτά, τα αρχαία που υπάρχουν ή επαναπατρίζονται καλό είναι να μη στοιβάζονται σε αποθήκες, ούτε να υπολειτουργούν και να μαραζώνουν τα μουσεία μας όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Οπως επίσης και να διατίθενται σε ξένα μουσεία ώστε να τα θαυμάζουν όσο το δυνατόν περισσότεροι.