Από τις εκλογές της 4ης Μαρτίου και το αποτέλεσμα που επιτρέπει στο Κίνημα Πέντε Αστέρων και την ακροδεξιά Λέγκα να έχουν μαζί την πλειοψηφία της Βουλής, η ιταλική πολιτική βρίσκεται σε μεγάλη αναταραχή. Μετά όμως την άρνηση του προέδρου Ματαρέλα να δεχθεί ως υπουργό Οικονομικών τον Πάολο Σαβόνα, η κατάσταση έγινε δραματική. Τώρα υπάρχει και πάλι περίπτωση δημιουργίας κυβέρνησης από τα δύο λαϊκιστικά κόμματα, τα πράγματα ωστόσο παραμένουν ρευστά.

Είναι η πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας που γίνεται προσπάθεια να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς να συμμετέχει κάποια κεντρώα πολιτική δύναμη. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων είναι πιο ισχυρό στον φτωχό Νότο, ενώ η Λέγκα στον εύπορο Βορρά, όπου οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων φοβούνται τη μετανάστευση, την παγκοσμιοποίηση και τους υψηλούς φόρους. Κανένα από τα δύο αυτά κόμματα δεν εκπροσωπεί Ιταλούς που θέλουν την αλλαγή, αλλά υποστηρίζουν την παραμονή στην ευρωζώνη.

Οταν γίνουν οι επόμενες εκλογές, είτε αργά ή γρήγορα, θα μετατραπούν de facto σε δημοψήφισμα για το ευρώ. Η προεκλογική εκστρατεία θα είναι σκληρή και διχαστική και το αποτέλεσμα δεν θα προκαλέσει μεγαλύτερη βεβαιότητα για το μέλλον. Οι εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο θα διεξαχθούν τον Μάιο του 2019 και οι εξελίξεις στην Ιταλία είναι σίγουρο ότι θα κινητοποιήσουν εθνικιστικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα που ελπίζουν να αλλάξουν τις πολιτικές ισορροπίες στην ΕΕ.

Με δεδομένο ότι η Ιταλία είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΕ με μακρά φιλευρωπαϊκή παράδοση, αξίζει να αναρωτηθούμε πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο και πώς θα πρέπει να απαντήσει η ΕΕ. Τα οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας έχουν τις ρίζες τους στη χαμηλή παραγωγικότητα, τις επιβαρυντικές δημογραφικές αλλαγές και την αδύναμη διακυβέρνηση σε πολλές περιοχές της χώρας –όλα αυτά πριν από την ένταξη στην ευρωζώνη το 1999.

Με την εξαίρεση της Ελλάδας, η Ιταλία είχε τη χειρότερη οικονομική επίδοση από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης μετά την κρίση του 2008. Η ευθύνη ανήκει στην ΕΕ με τους κανονισμούς της, αλλά κυρίως στους ιταλούς ηγέτες που δεν μπόρεσαν να επιλύσουν τα δομικά προβλήματα της χώρας. Για να αντιμετωπιστεί το μέγα αυτό ζήτημα, θα απαιτηθεί μεγαλύτερη συνεργασία της Ρώμης με την ΕΕ, με στόχο την ανάπτυξη, κάτι που προϋποθέτει επίσημη συμφωνία για τη δημοσιονομική ενοποίηση της Ενωσης.

Η οικονομική ατζέντα που προτείνουν τα λαϊκιστικά κόμματα της Ευρώπης δεν πείθει κανέναν. Ομως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για την ΕΕ να διατηρήσει το status quo. Θα πρέπει οι ηγέτες της να αρχίσουν να σκέφτονται διαφορετικά προκειμένου να διαμορφώσουν μια στρατηγική ανάπτυξης για το τέταρτο μεγαλύτερο κράτος – μέλος. Αυτή τη στιγμή, εν τη απουσία συγκεκριμένης δράσης, ίσως οδεύουμε προς άλλη μία κρίση στην ευρωζώνη –που θα είναι πιο δύσκολο να την ξεπεράσουμε απ’ ό,τι την προηγούμενη και θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια τη σημερινή σύνθεση της ΕΕ.