«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο προσφυγικό γκέτο της Kαλαμαριάς. Πρόσφυγες οι γονείς μου από τον μαρτυρικό Πόντο. Φτωχοί, πεινασμένοι και απελπισμένοι. Φτωχή και πεινασμένη και η δική μου η γενιά. Aπό τύχη έγινα καλλιτέχνης. Θυμάμαι ήταν περίοδος Εκθέσεως και είχε έρθει, όπως κάθε χρόνο, στη Θεσσαλονίκη ο Γ. Oικονομίδης με το συγκρότημά του. Eμφανιζόταν στο «Λουξεμβούργο» κι εμείς, όλη η «τσακαλοπαρέα», σκαρφαλωμένοι στη μάντρα απ’ το διπλανό καρνάγιο να παρακολουθούμε την παράσταση. H βραδιά εκείνη, ήταν βραδιά ταλέντων. Πρώτο βραβείο μια χρυσή λίρα, ένα κουστούμι και μία συσκευή πετρογκάζ. Διασκεδάζαμε κι εμείς με τον κόσμο και ξαφνικά πετάγεται ένας φίλος μου, ρε Bασιλάκη, μου είπε, τα ταλέντα είναι της πλάκας, δεν πας κι εσύ να τους σκίσεις; Κάποιοι φαίνεται με σπρώξανε. Πώς βρέθηκα μέσα, τι είπα και τι έγινε, ούτε που το θυμάμαι. Θυμάμαι, όμως, ότι κέρδισα τη λίρα, το κουστούμι και την πετρογκάζ».

Λόγια του Βασίλη Τριανταφυλλίδη, κατά κόσμον Χάρρυ Κλυνν, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών. Από χθες, οπότε ανακοινώθηκε ο θάνατός του, οι πιτσιρικάδες στο Διαδίκτυο σερφάρουν επί των τραγουδιών και των σκετς του και ανακαλύπτουν όχι μόνο έναν αιχμηρό κωμικό λόγο, αλλά και μια εποχή που αγνοούσαν. Βλέπετε, ο Χάρρυ Κλυνν σατίρισε με οξύτητα τη μεταπολιτευτική μετάλλαξη του Νεοέλληνα, όπως αυτή υποστηρίχτηκε σθεναρά από τον τότε δικομματισμό. Ανακαλύπτει λοιπόν ο 18χρονος τις Κλαδικές, τον Τρίτση, τον Κουτσόγιωργα, και το ΚΟΔΗΣΟ. Και μένει με το στόμα ανοιχτό. Σκεφτείτε το λίγο κι εσείς: Ποιος κωμικός δεν θα μπορούσε να κάνει θαύματα με ένα τέτοιο πρωτογενές υλικό που, όπως και να το κάνεις, προσφέρεται για χαοτική σάτιρα; Κι όμως, κανείς, πριν από τον Χάρρυ Κλυνν, δεν το τόλμησε. «Tο κοινό γελούσε, αλλά δεν πιστεύω ότι γνώριζε τον λόγο, απλώς, γελούσε επειδή ήμουν κάτι το καινούργιο» θα σχολιάσει κάποια στιγμή ο ίδιος, τονίζοντας πως «όταν το κοινό άρχισε να διαισθάνεται και το λόγο άρχισε και την κριτική, αλλά και πάλι δεν γνώριζε. H σάτιρα σ’ αυτούς τους χώρους όπως και στο μουσικό θέατρο είχε εκφυλιστεί σε καλαμπουράκι, σε πλακίτσα, σε ανούσιο ευφυολόγημα».

Από το 1958 πάντως, που ανακαλύπτει την κλίση του, ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης φτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη σχολή του Πέλου Κατσέλη. Πρώτες εμφανίσεις σε ταβέρνες, αναψυκτήρια και καμπαρέ. Δουλειά για φραγκοδίφραγκα. Και τριβή δίπλα σε ξένους καλλιτέχνες –μέχρι που εμφανίζεται, το 1960, ως πρωταγωνιστής στη ταινία μικρού μήκους ονόματι «Σύγχυση», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαλάτη. Εκεί τον ξεχωρίζει ο Βασίλης Γεωργιάδης. Και το 1962 του δίνει έναν μικρό ρόλο στο «Γάμος α λα ελληνικά». Την επόμενη χρονιά τον επιλέγει και ο Γρηγόρης Γρηγορίου στα «201 καναρίνια», μια από τις πιο «διαφορετικές» ελληνικές κωμωδίες της εποχής. Ο Τριανταφυλλίδης έχει μετονομαστεί πια σε Χάρρυ Κλυνν. Ο ίδιος λέει: «Επιτυχία! Μπορώ και τρώω δυο φορές τη μέρα!».

ΣΕ ΚΑΝΑΔΑ ΚΑΙ ΗΠΑ. Τον καλούν για εμφανίσεις σε ελληνικό μαγαζί του Μόντρεαλ. Και φεύγει, τελικά, για δέκα ολόκληρα χρόνια. Εκεί είναι που ο Κλυνν θα τελειοποιήσει τόσο την περσόνα όσο και το ιδιόμορφο χιούμορ του, στα μιούζικ χολ, δίπλα σε θηρία του stand up comedy. Θα παρακολουθήσει εμφανίσεις όλων των κορυφαίων: του Λένι Μπρους, του Γούντι Αλεν και του Τζορτζ Κάρλιν. Η πολιτική ορθότητα δεν υπάρχει –στη θέση της υπήρχε η κρατική καταστολή, με άλλα λόγια, η λογοκρισία (ο Λένι Μπρους μπαινόβγαινε στις φυλακές). Ετσι η απελπισία μεταλλασσόταν σε διάλεκτο κωμική. Οι κωμικοί ήταν κι αυτοί μια στοχοποιημένη κοινότητα, όπως ακριβώς και οι Αφροαμερικάνοι, οι έλληνες μετανάστες, οι κυνηγημένοι κάθε μορφής. Αρχίζει να συνεργάζεται με πληθώρα εφημερίδων και περιοδικών. Γράφει, κυρίως, σατιρικά κείμενα, τα οποία «πουλάει με το κομμάτι» σ’ όποιον του τα ζητήσει. Θα συνεργαστεί με το περιοδικό «Playboy», την εφημερίδα «Daily Worker» αλλά και με underground φανζίν στο Σικάγο και στη Nέα Yόρκη. Μέχρι που το ημερολόγιο γράφει «1974». Εχει έρθει η ώρα της επιστροφής.

Επιστρέφοντας, παρουσιάζει στο ελληνικό κοινό ένα χαρμάνι κωμωδίας και καθιερώνεται ως πρώτο όνομα στα νυχτερινά κέντρα, όπου και θα συνεργαστεί με όλα σχεδόν τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού. (Βασίλης Τσιτσάνης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στράτος Διονυσίου, Πόλυ Πάνου, Δήμητρα Γαλάνη, Bίκυ Mοσχολιού, Δημήτρης Mητροπάνος, Γιάννης Πάριος, Γιάννης Πουλόπουλος, Tάνια Tσανακλίδου, Eλπίδα, Eλένη Bιτάλη, Χάρις Αλεξίου, Αννα Bίσση κ.ά.). Η δισκογραφική εταιρεία Columbia τού προτείνει συμβόλαιο και το αποτέλεσμα έχει τον τίτλο «Για δέσιμο». Ορίστε τι ακούμε στο ξεκίνημά του: «Φίλοι μου, ο δίσκος αυτός πριν γυριστεί δεν υπήρχε. Τώρα υπάρχει. Δυστυχώς! Για εσάς που τον ακούτε, τα συλλυπητήριά μου. Χειρότερη επιλογή δε θα μπορούσε να γίνει. Είμαι βέβαιος πως μόλις τον ακούσετε θα νιώσετε κάτι μέσα σας: Θα σας γυρίσουν τ’ άντερα. Το μόνο ωραίο του δίσκου είναι ότι όλα είναι χάλια. Τον δίσκο αυτό να τον προσφέρετε σ’ όποιον μισείτε. Μόνο έτσι θα σας μισήσει κι αυτός. Ακούτε λοιπόν τα χειρότερα τραγούδια, με τους χειρότερους στίχους και τις χειρότερες εκτελέσεις. Είναι μια παραγωγή Columbia. Η εταιρεία που τολμά!». Με ποιον έλληνα κωμικό να συγκριθεί αυτό το χιούμορ;

Μεμιάς ο Κλυνν εκτοξεύεται στην κορυφή. Η δημοτικότητά του μόνο με εκείνη του Θανάση Βέγγου μπορεί να συγκριθεί. Δεκαπέντε δίσκοι και τρεις ταινίες: «Αλαλούμ» (1982), «Εις μνήμην» (1984) και «Made In Greece» (1990), όλες τους εμπορικές επιτυχίες. Θα μελοποιήσει ποίηση του Γεωργίου Σουρή, θα εκδώσει ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα, θα διατελέσει πρόεδρος του Απόλλωνα Καλαμαριάς και πάντα θα υπενθυμίζει την ποντιακή του καταγωγή. Σε δύο περιπτώσεις θα εγκαταλείψει τη χώρα μετά την κυκλοφορία δίσκων του στην αγορά για να αποφύγει τη σύλληψη. Χρόνια μετά θα αποτραβηχτεί στην Καλαμαριά, με σποραδικές μόνο εμφανίσεις, η τελευταία στο Gagarin, τον συναυλιακό χώρο που διηύθυνε ο γιος του, ο σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης, που πέθανε πριν από δυο χρόνια σε ηλικία 49 ετών. Σε ένα ποίημά του με τίτλο «Εως το τέλος του χρόνου» διαβάζουμε: «Δεν υπάρχει έλεος σ’ αυτήν την πόλη / Σε μια ατέλειωτη γραμμή αναμονής/ οι παροικούντες και οι μέτοικοι/ προσμετρούν στους ήχους των ηχείων/ το μέγεθος της εγκαρτέρησης/ της υπομονής το απόθεμα». Οι καρδιές των μεγάλων κωμικών, βλέπετε, είναι πάντα γεμάτες πόνο.