Ακόμη και για τη γενιά που θα ξεκινούσε σήμερα την περιπλάνησή της στον θαυμαστό κόσμο του θεάτρου –θεατές ή επίδοξοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες –το όνομά του θα έφτανε αργά ή γρήγορα από μια διακλάδωση, όχι και τόσο τυχαία. Αποτελώντας έναν από τους «θετικούς ανθρώπους» του πολιτισμού ακριβώς τη στιγμή που η Ελλάδα μετρούσε δυνάμεις και αντοχές, ο Λευτέρης Βογιατζής (1944 – 2013) παραμένει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της θεατρικής τέχνης. Τρεις άνθρωποι που τον συνάντησαν με διαφορετικούς τρόπους θυμούνται τον σκηνοθέτη με το εσωτερικό αίτημα να αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο ό,τι περισσότερο αγαπούσε στους συγγραφείς.

Γιάννης Χουβαρδάς, σκηνοθέτης

«Μας λείπεις. Πολύ»

Λευτέρη, γεια. Σου αφήνω μήνυμα, γιατί είμαι βέβαιος πως τους έχεις όλη μέρα πρόβα εκεί πάνω. Ακόμα και σήμερα που είναι Πρωτομαγιά εδώ κάτω. Δεν ξέρω βέβαια πώς ανταποκρίνονται όλοι αυτοί οι ερασιτέχνες, αλλά το σίγουρο είναι πως η επιμονή σου θα κάνει στο τέλος θαύματα. Λοιπόν, το μήνυμα είναι: Μας λείπεις. Πολύ.

ΥΓ 1: Πότε είναι η πρεμιέρα; Οχι τίποτε άλλο, αλλά με τις γνωστές αναβολές μπορεί κάποιοι από μας να την προλάβουμε.

ΥΓ 2: Μεταξύ μας, ποτέ δεν μου έφυγε εντελώς από το μυαλό η υποψία πως όλο αυτό το έχεις σκηνοθετήσει με κάθε λεπτομέρεια και πως όπου να ‘ναι θα εμφανιστείς ξαφνικά από το πουθενά (κυριολεκτικά) και θα πεις «Κάτι δεν μου άρεσε, δεν ξέρω ακριβώς, πάμε ξανά από την αρχή. Για να καταλάβετε κάτι».

Ο Λευτέρης Βογιατζής είχε τον ρόλο του Μενέλαου στην «Ελένη» του Ευριπίδη (με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά το 1996 στην Επίδαυρο. Επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης Γ.Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο (2007 – 2013) ο Λ. Βογιατζής σκηνοθέτησε τον «Πρίγκιπα του Χόμπουργκ» του Χάινριχ φον Κλάιστ και (2008) και τον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου (2012)

Δημήτρης Ημελλος, ηθοποιός

«Αισθητική σημαίνει ήθος»

Ο Λευτέρης ήταν απαιτητικός με την ίδια την ουσία του θεάτρου. Και αυτό που τον καθιστά σημαντικό στην ελληνική πραγματικότητα ήταν ότι ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη. Δεν έδειχνε τι μπορεί, αλλά τι πρέπει να γίνει. Αυτό μεταφραζόταν, ως γνωστόν, στο παρασκήνιο ότι είχε τεράστιες απαιτήσεις από τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες του, από τον εαυτό του τον ίδιο. Προσωπικά πρώτα άκουσα τη «μυθολογία» περί Βογιατζή στο θέατρο και στη συνέχεια είδα τη δουλειά του. Εδινα ακόμη εξετάσεις μάλιστα όταν είδα την πρώτη του «Αντιγόνη» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων (σ.σ.: το 1992). Από τότε με είχε εντυπωσιάσει το έργο συνόλου και ο τρόπος με τον οποίο μια τραγωδία έφτανε τόσο κοντά σ’ εμάς τους νέους. Στη «Νύχτα της κουκουβάγιας» του Διαλεγμένου είδα τον Λευτέρη και ως ηθοποιό και εκεί κατάλαβα τι ψάχνει πάνω στη σκηνή. Μια πλήρη ύπαρξη, δέσμευση και πειθαρχία, αλλά ταυτόχρονα και μια αποκάλυψη της προσωπικής ελευθερίας –όσο αταίριαστο ή παράδοξο κι αν ακούγεται. Ο,τι ανέβαζε στη σκηνή είχε ένα μεγάλο επίπεδο αισθητικής, το οποίο απουσίαζε –και απουσιάζει –απ’ το περιβάλλον μας. Γι’ αυτό και θυμάμαι την κουβέντα που έλεγε στις ιδιωτικές μας συζητήσεις: «Αισθητική σημαίνει ήθος».

Ηταν η πιο πληθωρική φύση που έχω συναντήσει στο θέατρο, αυθύπαρκτος και ταλαντούχος, πέρα από «σχολές», «ετικέτες», κώδικες και εργαλεία. Συνέβαιναν μέσα του πράγματα, τα οποία ζητούσε και από τους άλλους. Ζητούσε από τον ηθοποιό να βρει τον τρόπο για να παίξει τον ρόλο –του ζητούσε να ανακαλύψει μια ανάγκη, δεν του έδειχνε τι πρέπει να κάνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν ωρίμασε μέσα στον χρόνο. Εψαχνε συνεχώς καινούργιους τρόπους για να μεταδώσει πράγματα στους ηθοποιούς, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Τον ενδιέφερε, για παράδειγμα, ότι εγώ είχα σπουδάσει στη Μόσχα (σ.σ.: στην Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης) και μου έλεγε συχνά: «Ξέρω τις ανάγκες της σκηνοθεσίας, αλλά δεν έχω το πρόγραμμα για να μεταδώσω στους ηθοποιούς». Γι’ αυτό και αποζητούσε την ανταλλαγή. Ενιωθα ότι από τη στιγμή που συνεννοηθήκαμε μεταξύ μας –επειδή ο καθένας μας αποδέχθηκε την προσωπική γλώσσα του άλλου –είχαμε πλέον πράγματα να ανταλλάξουμε. Γι’ αυτό λέω ότι ήταν ένας αιώνιος μαθητής, καθόλου δάσκαλος. Γοητευτικός στην παρέα. Υπάρχουν μάλλον πολλοί που δεν τους άρεσαν οι παραστάσεις του. Αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να μην τον ήθελε στην παρέα.

Ο Δημήτρης Ημελλος συμμετείχε στον Χορό των «Περσών» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, το 1998. Εκτοτε συνεργάστηκαν στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (2006, όπου ο ηθοποιός είχε τον ρόλο του Φύλακα), στο «Υστατο σήμερα» (2009) του Χάουαρντ Μπάρκερ, στον «Τόκο» (2010) του Δημήτρη Δημητριάδη, στο «Θερμοκήπιο» (2011 και 2013) του Χάρολντ Πίντερ και στον «Αμφιτρύωνα» (2012) του Μολιέρου

Δηώ Καγγελάρη, θεατρολόγος

«Το παράδειγμα του ασυμβίβαστου»

«Μια γεύση απόλυτης ομορφιάς που έχει σχέση με μια ροή και με μια ελαφράδα, μ’ ένα άγγιγμα βαθύ που μπορεί όμως να σβηστεί αυτοστιγμεί»: μ’ αυτά τα λόγια μού είχε περιγράψει ο Λευτέρης Βογιατζής την ώρα που αισθανόταν να πλησιάζει τον στόχο του σε μια σκηνοθεσία· μετά την πρεμιέρα κι αφού το κοινό είχε ρίξει το δικό του φως στις πρώτες παραστάσεις, «σαν ένας τεχνικός παράγοντας, σαν ένα μάτι υλικό». Ποιητής της σκηνής, ο Βογιατζής αναζητούσε το απόλυτο στην καλλιτεχνική διαδικασία, εμβαθύνοντας αστείρευτα στο κείμενο με όλους τους συνεργάτες του και πρωτίστως με τους ηθοποιούς. Διερευνούσε αδιάκοπα την τέχνη της υποκριτικής, πιστεύοντας ότι ο ηθοποιός πρέπει να ανακαλύπτει εκ νέου την ύπαρξή του πάνω στη σκηνή. Μεγάλος καλλιτέχνης και ταυτόχρονα παιδί – θαύμα έθετε συνεχώς ερωτήματα με απίστευτη περιέργεια, έτοιμος να αντιπαραβάλει με μοναδική ευαισθησία και οξύνοια όψεις της καθημερινότητας με τους ρόλους και τις ερμηνείες.

Το όνομά του έχει συνδεθεί με το ποιοτικό άλμα που σημειώθηκε με την έναρξη της Σκηνής στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων το 1982, μέσα από την εξονυχιστική διείσδυση στο γράμμα και στο πνεύμα του κειμένου και την τελειοθηρική αναζήτηση στο σανίδι, με τις ερμηνείες, τον ποιητικό λόγο και τη σκηνογραφία σε μια αδιάσπαστη αισθητική ενότητα. Μία δεκαετία αργότερα, με τον Κατσούρμπο της Νέας Σκηνής το 1993, άνοιξε ένα νέο σκηνοθετικό κεφάλαιο που συνδύασε ταυτόχρονα την ευλάβεια και την ελευθερία απέναντι στο θεατρικό έργο, γράφοντας ένα ευφάνταστο κείμενο παράστασης.

Δοσμένος με πάθος στη χειροποίητη τέχνη του, γκρέμιζε και ξανάχτιζε τη σκηνή τού, ιστορικού πια, Θεάτρου της οδού Κυκλάδων. Η παρουσία του Λευτέρη έδινε στο θέατρό μας μια σιγουριά, μιαν αλήθεια και το παράδειγμα του ασυμβίβαστου.

Η Δηώ Καγγελάρη είναι ερευνήτρια του έργου του Λευτέρη Βογιατζή. Το κείμενό της «»Να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος»… Oι πρόβες του Λευτέρη Βογιατζή» περιελήφθη στο γαλλόφωνο αφιέρωμα «Οι πρόβες. Ενας αιώνας σκηνοθεσίας. Από τον Στανισλάβσκι στον Μπομπ Ουίλσον» (επιμέλεια Ζωρζ Μπανύ), Alternatives théâtrales/ Αcadémie Expérimentale des Théâtres, τχ. 52-53-54, Bruxelles Décembre 1996/Janvier 1997, σ. 178-181