Οταν πρόκειται για το φλέγον ζήτημα του δυτικισμού, δεν παίρνω μέρος στις μικρές παρανοήσεις μεταξύ φίλων. Από πότε παλεύουμε μ’ αυτό το θεματάκι; Από τα βάθη του χρόνου, τότε που η Δύση αισθανόταν ακόμα Ανατολή, και κατά κάποιον τρόπο ήταν, αφού η ανύπαρκτη ακόμη θέσμιση έδινε στον καθένα το ελεύθερο να κάνει όπως βολευόταν. Μετά, σα να πέρασε συνεργείο καθαρισμού και να τα πάστρεψε όλα. Σας μυρίζει τίποτα. Εμένα ναι. Στην πραγματικότητα ο ξέξασπρος δυτικός πολιτισμός ήταν (είναι;) ο μόνος πολιτισμός που απορρόφησε και στη συνέχεια ξαμόλησε στις κοινωνίες το παράλογο, το σουρεάλ, την ελευθεριότητα, το ασυνείδητο, το μαύρο, το σκοτεινό, το αποσυνάγωγο, καινούργια όλα και σπαρταριστά, έτοιμα να κάνουν δουλειά τους χωρίς το φόβο του φόβου. Κι έχει μωρέ ο φόβος, φόβον; Κι εγώ σου λέω ότι έχει και τα πέντε φι στη σειρά, με κορυφαίο αυτό που είδα κι έπαθα στο νεκροταφείο της πόλης μου το βράδυ της Ανάστασης. (Βάζω λίγο να τρέξει το forward γιατί αυτά τα αφηγηματικά τα βαριέμαι αφόρητα.)

Ετσι λοιπόν, μετά και από την συνήχηση του φι, την οποία ελπίζω να επέτυχα στην παραπάνω παράγραφο, βρέθηκα αίφνης στην τέλεια εξωσωματική εμπειρία του «και τα μνημεία ανεώχθησαν, και πολλά σώματα ηγέρθησαν, και εξελθόντες εκ των μνημείων εισήλθον εις την αγίαν Πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς». Εκατοντάδες ήμασταν αυτοί που σκεφτήκαμε να κάνουμε ανάσταση πάνω από το μνήμα, ο καθένας του δικού του αγαπημένου, κι άλλες τόσες οι παρανοήσεις που πυροδότησε μια τέτοια ωσμωτική ενέργεια του Πάνω με τον Κάτω κόσμο. Η δική μου συνοψίστηκε στο εξής: όταν το πιτσιρίκι από την διπλανή αλέα άναψε τη λαμπάδα κι άρχισε να τραγουδάει «χάπι μπέρθντεη του γιου», παραλίγο να φωνάξω: αυτό το νήπιο είναι ζόμπυ, πιάστε το. Ευτυχώς, κράτησα για πάρτη μου την παράκρουση και την ξεστομίζω μόλις τώρα μαζί με την εικόνα από εκατοντάδες φλογίτσες που ανέβηκαν προς τον ουρανό πάνω από κάθε τάφο όταν ακούστηκε το Χριστός Ανέστη. Cool βρε. Ηταν περισσευούμενα από το καρναβάλι κινέζικα αερόστατα, που τόσοι άνθρωποι χωρίς καθόλου να συνεννοηθούν μεταξύ τους, τα φύλαξαν μέχρι το Πάσχα γι’ αυτήν ακριβώς τη χρήση. Πώς; Ε, πώς;