Οι δύο φονικές επιθέσεις του Σαββάτου με νευροτοξικούς παράγοντες στη Δούμα της Συρίας αν και δεν αποτελούν κάτι καθόλου καινούργιο για τα δεδομένα της σύρραξης (αφού έχουν ήδη επιβεβαιωθεί από τον ΟΗΕ πάνω από 25 παρόμοια περιστατικά), πυροδότησαν την έντονη αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, η οποία αφήνει πλέον ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας διευρυμένης επέμβασης, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και ο αμερικάνος πρόεδρος Donald Trump. Αν και καμία εμπλεκόμενη πλευρά δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της επίθεσης, όλα τα στοιχεία φωτογραφίζουν τον συριακό στρατό, καθώς το περιστατικό φέρει όλα τα χαρακτηριστικά προηγούμενων επιθέσεων με χημικά από τις κυβερνητικές δυνάμεις του Ασαντ. Παρ’ όλα αυτά η Ρωσία άσκησε βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας για μια πιο διεξοδική έρευνα για τα αίτια των επιθέσεων. Μοιραία, αυτή η κίνηση της Ρωσίας αποδυναμώνει το επιχείρημα ότι το χτύπημα μπορεί να προήλθε από τους ίδιους τους επαναστάτες, οι οποίοι υποτίθεται ότι σκόπευαν να εκμαιεύσουν με αυτόν τον τρόπο την επέμβαση της Δύσης, ώστε να βγουν από το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει. Ανεξαρτήτως ευθυνών όμως, τι σημαίνει το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής επέμβασης από τη Δύση και γιατί αυτό συμβαίνει τώρα;

Μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από την Τουρκία, οι ΗΠΑ και η Βρετανία γενικώς υποτίμησαν την ρωσική διείσδυση στη Μέση Ανατολή. Τα γεγονότα όμως στην Αφρίν, με τις ρωσικές δυνάμεις να λειτουργούν καταλυτικά προς τον τουρκικό στρατό ενάντια στις Κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), υπέδειξαν το αντίθετο. Μάλιστα μετά την απόπειρα δολοφονίας του ρώσου πρώην διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ στο Σάλσμπουρι, ο Donald Trump και η Theresa May, προς έκπληξη πολλών υψηλόβαθμων στελεχών τους, δεν κρατούν πλέον ούτε τα προσχήματα και ευθέως κατηγορούν τη Ρωσία.

Οι συμφωνίες της ρωσικής Rosneft με το ιρακινό Κουρδιστάν για τον αγωγό πετρελαίου προς την Τουρκία, ο προβιβασμός της Ρωσίας σε εγγυητή μεταξύ Βαγδάτης και Αρμπίλ και η παροχή δανείου ύψους τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά και το σενάριο συμμαχίας μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας για τα επόμενα 20 χρόνια με σκοπό την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, έρχονται σε άμεση ρήξη με τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Ειδικά τώρα που για πρώτη φορά έπειτα από 40 χρόνια μπορούν ακόμα και να εξάγουν πετρέλαιο λόγω της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου, οι ΗΠΑ προσπαθούν να κρατούν την τιμή του χαμηλά, ώστε να καταπονούν τον ρωσικό προϋπολογισμό, ο οποίος βασίζεται στις πωλήσεις πετρελαίου.

Ταυτόχρονα, o περιορισμός του Ισλαμικού Κράτους στα δυτικά ΜΜΕ δημιούργησε την ψευδαίσθηση ύφεσης της κατάστασης, αλλά η ανάδειξη των Κούρδων ως κερδισμένων, και η ενίσχυση της Χεζμπολάχ, συντηρούν τις περιφερειακές ανισορροπίες και δεν εκπληρώνουν πάντα τις προσδοκίες της Δύσης. Με φόντο τη Συρία, το ενδεχόμενο μιας αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης σκοπεύει να γύρει την περιφερειακή πλάστιγγα προς τη Δύση, λόγω της έλλειψης ενός πιο ενδελεχούς σχεδίου, αφού οι μέχρι στιγμής πολιτικές των ΗΠΑ όχι μόνο απέτυχαν να υλοποιήσουν τους στόχους τους, αλλά μάλλον τροφοδότησαν περαιτέρω τις αρνητικές συνέπειες που ήθελαν να αντιμετωπίσουν, όπως αυτήν της τρομοκρατίας. Τα πρόσφατα παραδείγματα του Αφγανιστάν, του Ιράκ και της Λιβύης μας υποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο στήριξης των επαναστατών, ούτε σαφές σχέδιο απεμπλοκής, αφού κανείς ακόμα δεν μπορεί να εγγυηθεί ή να διακρίνει προς τα πού πρόσκεινται οι εκάστοτε συμμαχίες.

Ο δρ Νικόλας Ρώσσης είναι λέκτορας Πολιτικής Οικονομίας της τρομοκρατίας στο Arcadia University