Τελευταία δεν ξέρω τι φταίει. Πώς; Γιατί; Τι; Αλλά μου είναι εντελώς αδύνατον να μεταβολίσω τη ζωή.

Ετσι όπως την δέχομαι, έτσι και την αποβάλλω. Ωμή, χυδαία, σκοτεινή.

Εχω και τη Δέσποινα, πλάσμα γενναίο, που ορμάει με το κεφάλι στο κάθε πρόβλημα και βγαίνει παλικάρι, πάω να της το πω, κι αυτή έχει άλλα ερωτήματα, πιο απλά, όχι απλοϊκά, απλά, όμως γνήσια που σαν λογικά να μου φαντάζουν.

–«Κοίτα Σταμάτη», μου λέει οδηγώντας και περνάει ένα ένα τα πορτοκαλί. «Εγώ, ας πούμε, τώρα έρχονται εκλογές».

–Δεν έρχονται, αργούν. Είναι δυνατή, γλυκιά η κόλλα που τους κρατάει στην καρέκλα.

–«Ναι, αλλά κάποτε θα έρθουν έτσι; Ετσι. Εγώ τώρα θέλω μερικά πράγματα. Πρώτον, να ξεκουμπιστούνε αυτοί που κατά τη γνώμη τους μας κυβερνάνε. Αρα τι κάνω; Διότι ναι μεν δεν θέλω αυτούς, αλλά δεν θέλω και τη ΝΔ, μην ψάχνεις το γιατί, πες το οικογενειακά δεν τό ‘χουμε το δεξιό, έτσι μεγάλωσα, πες έχω εμμονές. Δεν θέλω. Αλλά αν δεν τους ψηφίσω μπορεί να μην έχουν αυτοδυναμία και να πέσουνε εν μια νυκτί, διότι η Φώφη λέει «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Πού το θυμήθηκε το σύνθημα κι αυτή μέρες που είναι, στο κομμωτήριο; Απ’ την άλλη θέλω να πάρει το κόμμα της το Πασοκομεταλλαγμένο μεγάλα ποσοστά γιατί πρέπει το Κέντρο να υπάρχει ισχυρό.

Χωρίς Κέντρο δεν κάνουμε τίποτα. Το πράγμα μπαλαντζάρει. Πώς να το κάνουμε. Δεν γουστάρω το φασισταριό να πάει δεύτερη θέση η Χρυσή Αυγή. Τρελαίνομαι. Αλλά δεν πάει και το χέρι μου να της το ρίξω το ρημάδι, τό ‘χει κι αυτή παρά ανοίξει το μαλλί. Τι να ρίξω λευκό; Απαπαπαπά. Αυτό είναι δειλία. Είναι υπεκφυγή. Δεν το καταδέχομαι. Οπότε επαναλαμβάνω. Τι κάνω;».

–Υπάρχουν κι άλλα κόμματα.

–«Ποιος, ο Λεβέντης; Καλέ αυτόν τον είχαμε να σπάμε πλάκα, όταν είχε εκείνο το κανάλι με τη φραπεδιά και τις πίτσες που έβριζε και του φεύγανε τα σάλια στον αέρα, και «που τον καρκίνο να βγάλουνε, να τους φάει το μαύρο χώμα» και άλλα τρισχειρότερα, και νααα εμείς να κατουριόμαστε στα γέλια, και τώρα να τον ψηφίσω; Δεν είμαστε καλά. Πάλι με κόκκινο πέρασα συγγνώμη, αλλά είμαι κι άνθρωπος, νεύρα έχω δεν τρέχει νερό στις φλέβες, τρέχει αίμα».

–Μα τι σού ‘ρθε τώρα με τις εκλογές; Αργούνε σου λέω.

–«Ναι, αλλά θα ‘ρθούνε. Κι είναι και τ’ άλλο. Δεν θέλω να κάνω κάτι που μετά θα νιώθω ότι φταίω εγώ. Γιατί τελευταία ό,τι και να γίνει, νομίζω εγώ δεν έκανα κάτι, εγώ είμαι ο φταίχτης. Αφού έχω χάσει τον ύπνο μου. Κοιμάμαι και ξαφνικά πετάγομαι μες στ’ άγρια μεσάνυχτα γιατί ακούω κάπου στον κόσμο να τρέχει ένα καζανάκι».

–Οχι παιδί μου. Δεν είναι το καζανάκι. Είναι ο κοινός ανελέητος και αδυσώπητος εχθρός μας. Ο Χρόνος.

Ο Χρόνος στάζει. Στάλα τη στάλα. Στιγμή τη στιγμή. Και δεν ξαναγυρνάει.

Κοιμήσου Δεσποινάκι μου, ησύχασε γλυκό μου. Κανείς μας δεν γλιτώνει.

Πιστεύει, δεν πιστεύει.

«Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει».

Καληνύχτα.