Ποτέ άλλοτε κατά τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας η διαφορά απόψεων μεταξύ του υπουργού Οικονομικών και του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος για το πού και το πώς πρέπει να βαδίσει η ελληνική οικονομία δεν ήταν τόσο μεγάλη. Αποτυπώθηκε αυτή, με απόλυτο τρόπο, στις αρχές της εβδομάδος στην παρουσίαση μελέτης του ΙΟΒΕ για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας με κεντρικούς ομιλητές στη συζήτηση τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Γιάννη Στουρνάρα.

Δεν πρόκειται μόνο για τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις που έχουν Τσακαλώτος και Στουρνάρας για την αναγκαιότητα ή μη μιας προληπτικής γραμμής πίστωσης στην ελληνική οικονομία την επόμενη μέρα ή για το πόσο εφικτή είναι η καθαρή έξοδος της χώρας από τα Μνημόνια σε ένα καθεστώς πολυετών δεσμεύσεων και αυστηρής επιτήρησης από τους δανειστές. Το θέμα αυτό, άλλωστε, δεν τέθηκε στη συζήτηση. Το ρήγμα στις αντιλήψεις των δύο κορυφαίων οικονομικών παραγόντων ξεδιπλώθηκε με αφορμή τις πηγές χρηματοδότησης, τους τρόπους και τους δρόμους ανάπτυξης που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα.

Ο Στουρνάρας ανέδειξε το, πράγματι, χαμηλό επίπεδο αποταμίευσης και καθαρών επενδύσεων στην ελληνική οικονομία για να υποστηρίξει ότι βραχυπρόθεσμα η χρηματοδότηση της ανάπτυξης μπορεί να προέλθει κυρίως από τις ξένες επενδύσεις. Μεσομακροπρόθεσμα από την ενίσχυση των αποταμιεύσεων. Σε άλλο μήκος κύματος κινήθηκε ο Τσακαλώτος. Αφού επισήμανε το μεγάλο πρόβλημα των συστημικών τραπεζών με τα κόκκινα δάνεια, ανέδειξε τον κομβικό –κατά τη γνώμη του –ρόλο που πρέπει να αναλάβουν για την ανάπτυξη οι τοπικές συνεταιριστικές τράπεζες. Επανέλαβε τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης περί μιας αναπτυξιακής τράπεζας και έδειξε ότι οι ιδέες αυτές μαζί με άλλες υποσχέσεις περί αυξήσεων στον κατώτατο μισθό θα έχουν κεντρικό ρόλο στο αναπτυξιακό πρόγραμμα που σχεδιάζει να καταθέσει η κυβέρνηση στους δανειστές.

Η αλήθεια είναι ότι ο Στουρνάρας με τον αέρα του τεχνοκράτη, βασιζόμενος στις αναλύσεις του επιτελείου της Τραπέζης της Ελλάδος, περιέγραψε μια σχέση οικονομικών μεταβλητών που δεν επιβεβαιώνεται αυτόματα, στην πράξη. Ακυρώνεται συχνά από αγνώστους Χ που εισέρχονται σ’ αυτήν, όπως το οικονομικό περιβάλλον και το πολιτικό ρίσκο μιας χώρας, όπως γνωρίζει ο διοικητής. Αλλά και ο Τσακαλώτος δεν μίλησε για το κακό παρελθόν κακοδιαχείρισης και πελατειακών σχέσεων μεταξύ των τοπικών επιχειρηματικών και άλλων παραγόντων των συνεταιριστικών τραπεζών, πολλές από τις οποίες έκλεισαν, για αυτόν τον λόγο, τα τελευταία χρόνια. Ούτε ότι μια ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, ακόμη και αν εγκριθεί από τους δανειστές, θα αφορά ένα πολύ μικρό κομμάτι εργαζομένων και ελάχιστα θα επηρεάσει την ελληνική οικονομία. Οσο για την αναπτυξιακή τράπεζα, την ακούμε χρόνια αλλά δεν τη βλέπουμε, αφού οι όποιες κυβερνητικές ιδέες είναι εκτός πραγματικότητας και κόβονται από τις Βρυξέλλες.

Διαφωνούν, όμως, μόνο ο Στουρνάρας με τον Τσακαλώτο; Προφανώς και όχι. Το δικό τους ρήγμα απόψεων καθρεφτίζει το χάσμα των αντιλήψεων που εξακολουθεί –παρά τα 8 χρόνια Μνημόνιο –να υπάρχει στην ελληνική κοινωνία για το πού και πώς πρέπει να βαδίσουμε. Και αναδεικνύει την ανάγκη να κάνουμε, επιτέλους, τη συζήτηση αυτή που όλο αποφεύγουμε. Χωρίς πολιτική κερδοσκοπία και προεκλογική αερολογία. Γιατί αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να κυνηγάμε τη σκιά μας.