Δεν είναι μια απλή περίπτωση ποδοσφαιροποίησης της πολιτικής. Δεν είναι ούτε η περίπτωση της πολιτικοποίησης του ποδοσφαίρου. Είναι, δυστυχώς, κάτι πιο βαθύ, πιο ανησυχητικό και πιο επικίνδυνο. Γιατί αφορά τους στενούς εναγκαλισμούς της κυβέρνησης με ένα πρόσωπο που έχει «περίεργη» συμπεριφορά. Τις εξυπηρετήσεις προς το πρόσωπό του. Την αίσθηση της παντοδυναμίας που αποκτά αυτός ακριβώς εξαιτίας της διακριτικής μεταχείρισής του. Αλλά και τα οφέλη που έχει αποκομίσει ή προσδοκά να αποκομίσει η ίδια η κυβέρνηση.

Αυτός δεν είναι απλώς ο ορισμός της διαπλοκής. Ολο αυτό το πλέγμα ορίζει κάτι πολύ πιο σάπιο. Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι πως ένας μηχανισμός εξουσίας με τακτικές παρακράτους συναγελάζεται με έναν επιχειρηματικό κόσμο που έχει κουλτούρα υποκόσμου. Πολλές φορές η συναναστροφή αυτή γίνεται απροκάλυπτα σε σουίτες γηπέδων. Κι άλλοτε παίρνει τη μορφή δώρων για να σβηστούν πρόστιμα ή να δοθούν λιμάνια.

Δώρων ή μήπως λύτρων; Το ερώτημα δεν είναι συνωμοσιολογικό. Η κυβέρνηση δείχνει να είναι όμηρος. Μοιάζει να χρησιμοποίησε ως πολιορκητικό κριό έναν ολιγάρχη για να αλώσει εν πρώτοις τα μέσα ενημέρωσης και τώρα να έχει εγκλωβιστεί στον αδιαφανή ιστό του και με τον ίδιο να θεωρεί ότι η χώρα που φιλοξενεί τις δραστηριότητές του είναι χειρότερη και από μπανανία. Μια χώρα για να κυκλοφορεί κανείς με όπλα, να απειλεί, να υβρίζει. Μια χώρα με κυβέρνηση – όμηρο. Μια χώρα, δηλαδή, χωρίς κυβέρνηση.