Γελάσαμε; Γελάσαμε. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι άλλος σχηματισμός κυβέρνησης να ξεσήκωσε τόση χλεύη και κοροϊδία.

Γελάσαμε, λοιπόν. Κάναμε καλαμπούρια με τον Κουβέλη, τον Καμμένο και τον Δραγασάκη. Ανταλλάξαμε αστεία για την Αντωνοπούλου και τον Παπαδημητρίου. Πάμε παρακάτω να κουβεντιάσουμε πολιτικά.

Τρεις παρατηρήσεις.

Πρώτον. Σε μια κρίσιμη στιγμή και με φουρτουνιασμένη θάλασσα, ο Πρωθυπουργός απεδείχθη ανίκανος ή αδύναμος να στείλει ένα μήνυμα ισχύος ή έστω ελέγχου της κατάστασης. Ούτε με την Κονιόρδου δεν τόλμησε να τα βάλει!

Αδυναμία Ή ανικανότητα, δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του.

Δεύτερον. Η θεωρία ότι αυτός δεν είναι ο πραγματικός ανασχηματισμός αλλά ότι αύριο ή μεθαύριο θα γίνει κάποιος πραγματικός που θα τρίβουμε τα μάτια μας είναι ακόμη πιο αστεία κι από τον ανασχηματισμό.

Αμφιβάλλω αν υπάρχει μεθαύριο. Παίζεται αν υπάρχει αύριο. Και σίγουρα δεν υπάρχουν εφεδρείες.

Τρίτον. Ο ανασχηματισμός επιβεβαίωσε όχι μόνο ότι το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης έχει εξαντληθεί, αλλά κι ότι δεν καταφέρνει να το ανανεώσει, ό,τι κι αν επιχειρεί. Τελεία.

Μπορούν ακόμη να παραμείνουν στην εξουσία; Με τη μια ή την άλλη μεθόδευση, ενδεχομένως. Αλλά όχι για πολύ. Οχι εύκολα. Κι όχι χωρίς πρόσθετο κόστος. Τα ματσάκι τελειώνει, μπαίνουμε στις καθυστερήσεις.

Δεν ξέρω ποιο από τα τρία είναι χειρότερο. Κανένα από τα τρία όμως δεν είναι καλό.

Διότι υπάρχει και χειρότερο. Η κυβέρνηση είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια αίσθηση ανθεκτικότητας ακόμη και στους αντιπάλους της.

Την ατένιζαν με ανασφάλεια. Σαν να της απέδιδαν κάποια κρυφή δυνατότητα χειρισμών, ανατροπών και εκπλήξεων. Σαν να φοβόντουσαν κάποιες απρόβλεπτες και υποχθόνιες ικανότητές της.

Αυτή η μυθοποιημένη υπερτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Πρωθυπουργού απεδείχθη έως τώρα το ισχυρότερο πλεονέκτημά τους. Ακόμη κι όταν καταφανώς χάνουν, κάποιος φιλύποπτος ή σκιαγμένος θα υπαινιχθεί: Δεν μπορεί, ρε παιδιά, κάτι ετοιμάζουν!

Ε, λοιπόν, τίποτα δεν ετοιμάζουν. Κι απ’ ό,τι ετοιμάζουν, τίποτα δεν τους βγαίνει. Σταδιακά επιστρέφουν στα κυβικά τους.

Δεν εννοώ φυσικά ότι θα επιστρέψουν στο 4%, κάθε άλλο. Λογικά ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει ένα κόμμα του 20%, ίσως και περισσότερο. Ακριβώς όπως κάθε ευρωπαϊκή χώρα έχει ένα κόμμα τέτοιου είδους σε τέτοια ποσοστά. Χωρίς άλλες συνέπειες.

Αρκεί οι άλλοι να κάνουν τη δουλειά τους.

Με άλλα λόγια, η συνέχεια των πραγμάτων εξαρτάται πλέον από τους άλλους. Κι όχι από μια κυβέρνηση σε προφανή αποδρομή.

Αν οι άλλοι πολιτευτούν σωστά, θα περάσει πολύς καιρός για να χλευάσουμε ξανά κάποιον Κουβέλη ή Δραγασάκη.

Αν όχι, οι άλλοι είναι που θα αξίζουν τη χλεύη μας!