Eχουν περάσει δέκα χρόνια, το περιστατικό όμως που θα διηγηθώ διατηρεί στη μνήμη μου ακέραια την αρχική του λάμψη. Παραμένει μια από τις τρυφερότερες –ίσως και φωτεινές –αναμνήσεις μου.

Είχα βρεθεί στην Πάτρα για μια φιλολογική βραδιά. Ο οργανωτής της είχε αποφασίσει –για να δώσει έναν αέρα πιο μποέμικο –να την κάνει όχι στο βιβλιοπωλείο του αλλά σε ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης. Είχε καλέσει μάλιστα μια φλαουτίστρια κι έναν πιανίστα για να παίζουν ανάμεσα στις αναγνώσεις των κειμένων.

Ολα πήγαν κατ’ ευχήν. Μαζεύτηκαν καμιά ογδονταριά άνθρωποι, άκουσαν με προσοχή τούς συγγραφείς, απήλαυσαν τη μουσική, γεύθηκαν εκλεκτά κρασιά και τυριά, μπορεί και να φλέρταραν διακριτικά μεταξύ τους. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, το μπαρ ήταν στολισμένο, κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα η αισιοδοξία, η ξενοιασιά, η πίστη στο μέλλον, κανείς δεν προέβλεπε πως στη στροφή του δρόμου το κράτος μας θα χρεοκοπούσε, το μεταπολιτευτικό όνειρο θα κατέρρεε και οι Ελληνες θα διχάζονταν σε μνημονιακούς και σε αντιμνημονιακούς, σε «προδότες» και σε «ηλίθιους»…

Κατά τις δέκα το βράδυ, το κοινό της εκδήλωσης άρχισε να διαλύεται. Ηταν Κυριακή, την επομένη είχαν δουλειές. Εγώ θα αναχωρούσα με το ΚΤΕΛ για την Αθήνα το απομεσήμερο της Δευτέρας. Ο χρόνος άρα δεν με πίεζε, μπορούσα να το ξενυχτήσω.

Βολεύτηκα σε ένα σκαμνί και χάζευα έναν αεικίνητο πενηντάρη πίσω από τον πάγκο, να φτιάχνει με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα κοκτέιλ, να αστειεύεται με τους πελάτες, να βάζει τραγούδια, εκτοπίζοντας κάθε τόσο τον ντισκ-τζόκεϊ.

Το πρώτο ποτό μού το κέρασε. Και το δεύτερο. Και το τρίτο. «Προς τι τόση χουβαρντοσύνη;» τον ρώτησα. «Τι διάολο; –καλεσμένος μας είσαι!» μού χαμογέλασε πλατιά. «Ετσι που πάω, θα σου αδειάσω την μπουκάλα…». «Δεν βαριέσαι! Δική μου και η μπουκάλα και η κάβα και το μαγαζί! Δική μου όλη η νύχτα της Πάτρας!» κόμπασε –όχι αντιπαθητικά ωστόσο, με μια παιδική σχεδόν αθωότητα.

Ενα τέταρτο αργότερα, είχε παραδώσει καθήκοντα στον κανονικό μπάρμαν –ένα παλικάρι, λεβεντιά καμαρωτή, τίγκα στα τατουάζ και στα σκουλαρίκια –και είχε κάτσει μαζί μου. Εχω, για συγγραφέας, μια τεράστια τύχη: οι άνθρωποι μου ανοίγονται πολύ εύκολα, μου λένε ευχαρίστως τις ιστορίες τους. Ισως να θέτω τις κατάλληλες ερωτήσεις, με το σωστό ύφος…

Ξεκίνησε ο συγκεκριμένος από το απώτερο παρελθόν, από τα παιδικά του χρόνια, πάμπτωχα, σε μια παραγκογειτονιά έξω απ’ την πόλη. Μού είπε πώς ορφάνεψε από πατέρα στα πέντε του, πώς δούλεψε λουστράκι κι έπειτα σερβιτοράκι, πώς έβγαλε στα δεκαέξι ναυτικό φυλλάδιο και μπάρκαρε ως καμαρώτος. Περιπλανήθηκε, κατά τα λεγόμενά του, επί μία εικοσαετία σε μήκη και σε πλάτη. Στην Αφρική άραξε δύο χρόνια και έκανε τα πρώτα του καλά λεφτά με (λαθρ)εμπόριο τσιγάρων. Στη Νότια Αμερική βρήκε την Καλυψώ του –άνοιξαν σπιτικό και επιχείρηση –σε αντίθεση με τον Οδυσσέα, της έκανε και δυο κορίτσια –ο νόστος του όμως, ο καημός του για την πατρίδα, μήνα με τον μήνα δυνάμωνε. Τα βρόντηξε στο τέλος και επέστρεψε συν γυναιξί και τέκνοις στην Πάτρα.

«Αγόρασα στην αρχή ένα κωλόμπαρο. Το ομόρφυνα, το ‘κανα τσίλικο, πέταξα έξω τις μπόμπες και τις φτηνοβίζιτες, άρχισε να συχνάζει καλός κόσμος. Με τα κέρδη του άνοιξα εστιατόριο πολυτελείας. Μπήκα επειγόντως για εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, βγαίνοντας είχα νοικιάσει το κυλικείο του νοσοκομείου. Ανοιξαν οι δουλειές μου, χύμηξα στη μουσική διασκέδαση. Μια πίστα στην Εθνική Οδό –όχι σκυλάδικο, άντε ονόμασέ το και σκυλάδικο -, κι ένα πιο σοβαρό μαγαζί με έντεχνο πρόγραμμα για να παλαντζάρει το πράμα… Τα καλοκαίρια συναυλίες, μπιτς πάρτι, στράφηκα από πέρυσι και στο θέατρο, άρχισα να καλώ θιάσους…».

Αν έλεγε αλήθεια –που προφανώς έλεγε -, είχα όντως απέναντί μου τον άρχοντα της αχαϊκής νύχτας.

«Εχεις ξανάρθει στα μέρη μας;» με ρώτησε κερνώντας με ένα πούρο. «Κάθε Μάιο έρχομαι, για το μνημόσυνο του παππού μου». «Πατρινός ήταν;». «Οχι. Τον εξετέλεσαν οι ταγματασφαλίτες κατά διαταγήν των Γερμανών, το 1944, στα Ψηλά Αλώνια. Μαζί με άλλους δέκα. Τα δέντρα που τους απαγχόνισαν τα έχουν κόψει. Υπάρχει ωστόσο ένα μαρμάρινο μνημείο…». Ο συνομιλητής μου είχε μείνει κάγκελο. «Συνέβη τέτοιο πράγμα εδώ παρακάτω; Θυσιάστηκαν για την πατρίδα; Και εγώ να μην έχω ιδέα; Ασυγχώρητος είμαι!». «Δεν είχες υποχρέωση να το ξέρεις…». «Οχι είχα! Η πόλη πρέπει να τιμά τους ήρωές της. Οχι μόνο τα κόμματα. Θα επανορθώσω. Αύριο κιόλας. Ραντεβού στις δύο το μεσημέρι, στον τόπο του μαρτυρίου».

Λιακάδα έκανε, χαρά Θεού. Για βόλτα πήγα περισσότερο στα Ψηλά Αλώνια, θα στοιχημάτιζα πως ο άρχων της νύχτας είχε εντελώς ξεχάσει τις κουβέντες του ποτού. Τον βλέπω αίφνης να σαλτάρει μέσα από ένα αμάξι. «Ο,τι βρήκα καλύτερο έφερα για τους ήρωες!» μού ανακοινώνει. Ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ –τι να δω; –εκατοντάδες γαρδένιες και γαρίφαλα, από αυτά που πετάνε στα μπουζούκια, προορισμένα να καταλήξουν στα πόδια της μιας ή της άλλης τραγουδιάρας. «Θα τα ρίξουμε όλα!» μού λέει. «Κι αν θέλεις, φέρνω άλλα τόσα!».

Εμπρός στο γνήσιο αίσθημα, η αισθητική υποχωρεί. Ο άνθρωπος ήταν βαθιά συγκινημένος. Ενιωθε ότι ξεπληρώνει ένα χρέος τιμής.

Σκεπάσαμε σχεδόν το μνημείο με τα λουλούδια της πίστας. Ψάλλαμε, οι δυο μας, και τον εθνικό ύμνο. Για μια στιγμή αισθάνθηκα ότι οι κρεμασμένοι της Πάτρας είχαν βγει από τα ιστορικά βιβλία κι απ’ τις προπαγανδιστικές φαρέτρες, είχαν ζωντανέψει και γλένταγαν όπως τους άξιζε. Χορεύοντας.