Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ένα εκδοτικό σκάνδαλο τάραξε τα νερά της μικρής μας επαρχίας. Ο εκδοτικός οίκος Εξάντας εξέδωσε ένα κείμενο το οποίο ο συντηρητικός κόσμος εισέπραξε ως σοκ: τη «Φιλοσοφία στο μπουντουάρ» του ασεβούς μαρκησίου Ντε Σαντ, το έργο του οποίου τον είχε στείλει στη Βαστίλλη. Το βιβλίο απαγορεύτηκε ως βαθύτατα άσεμνο και θα το είχε φάει το σκοτάδι αν δεν κινητοποιούνταν όλος ο εκδοτικός κόσμος. Το έργο επανεκδόθηκε με την υπογραφή, και τη νομική ευθύνη, σχεδόν του συνόλου των βιβλιεκδοτών της εποχής. Η συζήτηση άναψε –και η Δικαιοσύνη κατανόησε ότι η καλλιτεχνική έκφραση δεν γίνεται να λαμβάνεται κατά γράμμα, ότι η ανάγνωση ενός ασεβούς κειμένου δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι θα γίνουν ασεβείς οι αναγνώστες, ότι η κοινωνία μας δεν είναι δυνατόν να είναι αποστειρωμένη κι ότι η ελευθερία της έκφρασης είναι ανώτερη αξία από τον ηθικολογικό ενδοιασμό οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας. Χάρη στην επαγγελματική αλληλεγγύη των εκδοτών της εποχής και στα δημόσια επιχειρήματα των οπαδών της ελευθερίας της έκφρασης, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία κατανόησαν την υπερβολή της απαγόρευσης. Και την ήραν.

Ολα αυτά, τότε. Σήμερα, αντίθετα, ένας νεοσυντηρητισμός από τ’ αριστερά, όχι μόνο στην επαρχία μας αλλά στο κέντρο του κόσμου, μοιάζει να επαναφέρει έναν καινούργιο πουριτανισμό, που άρχισε να εκδηλώνεται ως απάντηση στους εξουσιαστικούς ρόλους στο όνομα του φύλου, της φυλής, της εξουσίας του χρήματος και τείνει να γίνει ρυθμιστική των κανόνων της έκφρασης, ακόμα μία φορά της καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά και του δημόσιου λόγου ή της διαφήμισης. Απ’ ό,τι διαφαίνεται, μάλιστα, ο νεοπουριτανισμός, που εκκινεί από την πολιτική ορθότητα αλλά την έχει ξεπεράσει, δρα αναδρομικά.

Τις προάλλες, στην Αμερική, σημαντικός αριθμός πολιτών υπέγραψε ένα κείμενο με το οποίο απαιτούνταν από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (Met) να αποσύρει από τη δημόσια έκθεση το έργο «Η Τερέζ ονειρεύεται», που φιλοτέχνησε το 1938 ο Μπαλτίς, καλλιτέχνης που, στον Μεσοπόλεμο, συνήθιζε να ζωγραφίζει γυναικεία γυμνά. Στον πίνακα, ένα κορίτσι ονειροπολεί καθισμένο με τρόπο ώστε να φαίνεται το εσώρουχό του. Το κείμενο της διαμαρτυρίας κατηγορεί το μουσείο για ηδονοβλεψία και θεωρεί ότι η αντιμετώπιση των παιδιών ως αντικείμενα εμφανίζεται ως κάτι ρομαντικό.

Το μουσείο αρνήθηκε, ασφαλώς, να αποσύρει το έργο. Δικαίως. Αλίμονο αν κάθε ιδεοληπτικός επέβαλλε την ανάγνωσή του στα πράγματα ως θέσφατο. Η ηθικολογική παιδαγωγική θα έπρεπε να σκεπάζει κάθε άλλο περιεχόμενο της ζωής.

Τι θα συμβεί αν απαγορευτεί στην Τερέζ του Μπαλτίς να ονειρεύεται; Απλά πράγματα. Ο πρώην καπνιστής Λούκι Λουκ θα μασάει συνεχώς ένα άχυρο (ίσως και ο Μπόγκαρτ, με τη βοήθεια ενός ψηφιακού ρετούς), η γλυκεία ως μανόλια παιδίσκη Φλώσσυ του Εμπειρίκου θα φυλακιστεί στο υποσυνείδητό μας, η κάθε κυρία Μποφίλιου θα λέει ό,τι της κατεβεί ανενόχλητη διότι είναι γυναίκα, ο μαρκήσιος Ντε Σαντ θα ξαναριχθεί στη Βαστίλλη και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες θα τρέμουν μπας και τους ξεφύγει μια γραμμή, μια λέξη, ένας υπαινιγμός κι ορμήσει ο ακτιβισμός του πουριτανισμού διατάζοντας με ουρλιαχτά, αμέσως, να ντύσουν τους γυμνούς.