Στο προηγούμενο σημείωμα αναδείξαμε την κοινωνική γεωμετρία που επικρατεί στην Ελλάδα έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης. Είδαμε πού απολήγουν η σωρευτική ύφεση και η δυναστική εξουσία του κράτους πάνω στους πολίτες με την τελευταία συμφωνία κυβέρνησης – δανειστών. Κύριο γνώρισμα της νέας συνθήκης που διαμορφώνεται είναι η διαίρεση του κοινωνικού σώματος. Ο πληθυσμός που μέχρι πρότινος εντασσόταν σε μια αντιφατική αλλά ευρύχωρη μεσαία τάξη έχει υποστεί πολλαπλούς ακρωτηριασμούς. Ανθρωποι που μοιράζονταν κοινούς ορίζοντες και βίωναν κοινές εμπειρίες και πραγματικότητες, νοούσαν το μέλλον τους με παρόμοιο τρόπο έχουν χωριστεί βάναυσα. Αυτό δεν πρέπει βιαστικά να μεταφραστεί με όρους πολιτικού συναισθήματος: ο ανορθολογισμός και η εχθροπάθεια, οι θεωρίες συνωμοσίας και η κατάδειξη εξωτερικών εχθρών έχουν πράγματι δηλητηριάσει το ψυχικό περιβάλλον. Ταυτίζονται όμως πλέον με συγκεκριμένη πολιτική έκφραση, που μάλιστα ασκεί εξουσία, με αποτέλεσμα να περιστέλλονται σταδιακά στα μέτρα της κοιτίδας τους. Η ματαίωση των αντιμνημονιακών φαντασιώσεων, η συντριβή των ανεκδιήγητων προσδοκιών στα βράχια της πραγματικότητας μπορεί να μην αρκούν για να οδηγηθούμε σε ένα καθεστώς αυθεντικής συμβίωσης και κοινωνικής φιλίας, δεν μπορούν όμως πια να αιμοδοτήσουν τον διχασμό κάθε στιγμής, κάθε παρέας, κάθε οικογένειας.

Οι βαθιές διαιρέσεις έχουν πλέον υλική – οικονομική βάση και σκληρά θεσμικά σύνορα. Η Ελλάδα εξελίσσεται σε μια άτυπη κοινωνία δύο νομισμάτων. Μια κοινωνία υποταγμένη σε ένα δραχμικό ευρώ, που ζει εγκλωβισμένη στο καφκικό σύστημα τραπεζοφορολογικής αφαίμαξης, πλειστηριασμών, ασφυκτικού ελέγχου των οικονομικών της δραστηριοτήτων και αναγκαστικών κατασχέσεων από τη μια. Και μια κοινωνία του απελεύθερου (και αντικειμενικά ισχυρότερου) ευρώ που, έξω από την κρατική εποπτεία και αφαίμαξη, κινείται με μετρητά, στην γκρίζα ζώνη μεταξύ παραοικονομίας και ποινικής παραβατικότητας, μεταξύ μαύρου μικροχρήματος και μεγάλων ξεπλυμάτων. Μαζί με τη διαίρεση αυτή έχει ενεργοποιηθεί και το ιστορικό ρήγμα που χωρίζει μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και όσους ενεργούν στην ιδιωτική οικονομία από εκείνους που απολαμβάνουν ποικίλες εκδοχές της κρατικής προστασίας. Οι μεν αντιμετωπίζουν την άγρια πραγματικότητα και τις πενιχρές απολαβές μιας απορρυθμισμένης παγκοσμιοποίησης στην οποία η Ελλάδα συμμετέχει με δυσμενείς όρους και οι δε, με μειωμένα μεν εισοδήματα αλλά μέγιστη ασφάλεια, εξακολουθούν να χαράζουν και να εκτελούν σχέδια ζωής.

Η διπλή αυτή διαίρεση έχει εξουθενώσει τη μεσαία τάξη θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη δημοκρατική μας συνύπαρξη. Η μεσαία τάξη, πλουραλιστική, αντιφατική, συχνά συντηρητική και διάστικτη από ανισότητες, ήταν πράγματι αυτή που επέτρεπε στα μέλη της να προβληθούν στον ιστορικό χρόνο και να βιώσουν γειτνιάζουσες εμπειρίες ανοδικής κινητικότητας και ευμάρειας. Αυτή ήταν η νομιμοποιητική ενδοχώρα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και ο τόπος επώασης της εμπιστοσύνης στην πολιτική. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η οικονομική επίθεση στη μεσαία τάξη και η απαξίωση της Μεταπολίτευσης πηγάζουν από εκείνον τον πολιτικό χώρο που καταστατικά αρνείται τον κοινοβουλευτισμό, την οικονομία της αγοράς και τον καταναλωτικό τρόπο ζωής και που οραματίζεται την αντικατάστασή τους από τη δημοψηφισματική δημοκρατία, την ανταλλακτική οικονομία και τον λιτό βίο. Μα και στα δεξιά του πολιτικού φάσματος δεν λείπουν οι φωνές μιας ελιτίστικης αποστροφής για τα μεσαία στρώματα και τη δημοκρατική ύφανση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Μια περιφρόνηση για όσα θεωρούνται ασυνάρτητος βίος και απουσία πνευματικότητας. Πιο ενοχλητική ακόμα η καταναλωτική ροπή και οι «άξεστοι» ελληνικοί τρόποι όσων προβάλλουν «τους αριστεύσαντες στο εξωτερικό» ως ηγετική ομάδα μιας φανταστικής τάξης σεμνών νοικοκυραίων.

Αυτή όμως η ελληνική μεσαία τάξη της Μεταπολίτευσης (ένα ογκώδες πλήθος που περισσότερο καταναλώνει παρά αποταμιεύει, που ελπίζει περισσότερο στο μέλλον παρά ακολουθεί την παράδοση και που έχει ως προτεραιότητα την αυτοπραγμάτωση του ατόμου παρά την εκπλήρωση συλλογικών οραμάτων), το διακριτικό απόθεμα της δημοκρατίας, υπήρξε εν πολλοίς κρατικοποιημένη. Η χρεοκοπία του κράτους και του ελληνικού μοντέλου καπιταλισμού θα έφερναν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και τη διάσπασή της, όπως την περιγράψαμε.

Μπορεί όμως να αντιστραφεί αυτή η διαδικασία; Μπορούν να γεφυρωθούν τα χάσματα που χωρίζουν τους παλιούς ενοίκους του κοινού σπιτιού; Θα υπάρξει ξανά ένας κοινωνικός φαινότυπος που θα προστατεύει τη δημοκρατία ενώ ταυτόχρονα θα «τρέχει» το δικό του σχέδιο ζωής; Μπορούν να υπάρξουν μείωση των ανισοτήτων και ανάπτυξη των κοινών βιωμάτων; Και αν ναι, μπορεί αυτά να συντελεστούν σε αρκετά μαζική κλίμακα ώστε να ανελκυθούν οι περιθωριοποιημένοι και οι νέοι απόκληροι;

Ο καθημερινός ζόφος, η επεκτατική φτώχεια και η πολιτική υποταγή στις χαμηλές προσδοκίες, η εγκαθίδρυση ενός πολιτισμού της μιζέριας, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Είναι δε βέβαιο ότι η αναδημιουργία ενός εύρωστου ενδιάμεσου κοινωνικού χώρου δεν θα γίνει με αναστροφή στο παλιό δρομολόγιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί στην «επαναφόρτιση» εκείνου του τμήματος της μεταπολιτευτικής μεσαίας τάξης που επιβίωσε. Ο,τι διασώθηκε (μέσα π.χ. από τη δημοσιοϋπαλληλία ή την ακίνητη περιουσία) ανήκει τώρα στους «λιγότερο ηττημένους της κρίσης» και εντάσσεται στην όχθη των ευνοημένων της νέας κατάστασης. Η ανατροφοδότηση αυτών των μικρών πλέον πληθυσμών δεν θα αποτελέσει αναγέννηση της μεσαίας τάξης, μα ενίσχυση των ήδη διασωθέντων και περαιτέρω (άτυπη) λουμπενοποίηση των υπολοίπων.

Η μάχη με τη γεωμετρία της διαιρεμένης κοινωνίας χρειάζεται ένα αποφασιστικό πρόγραμμα αναδημιουργίας των δημοκρατικών μεσαίων στρωμάτων για το οποίο δεν αρκεί η ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας και η μεγέθυνση του ΑΕΠ –για τη μεγέθυνση του κράτους ή των απολαβών όσων εξαρτώνται από αυτό νομίζω ότι δεν πρέπει να συζητάμε καν, πρόκειται για μια ακόμη κυβερνητική φαντασίωση που μας καθηλώνει στις αιτίες της χρεοκοπίας.

Η ανάπτυξη, αν έρθει ξανά ποτέ, θα φωλιάσει αυτομάτως στις θεσμικά κατοχυρωμένες πλέον ανισότητες και θα τις οξύνει. Εδώ βρίσκεται η αντίφαση: μοναδικός δρόμος για την έξοδο από τον πολιτισμό της μιζέριας είναι αυτός της χειραφέτησης της ιδιωτικής οικονομίας από την κρατική επιβολή και της απελευθέρωσης των δεσμωτών-πολιτών από τη φορολογική υστερία και το κρατικιστικό υπόδειγμα. Ομως αυτή η χειραφέτηση δεν θα σκοτώσει την πραγματική μιζέρια των επισφαλών εργαζομένων, των ανασφάλιστων part-timers, των ανέργων που έχουν κολλήσει στη θολή ζωή του θλιμμένου πατρικού τους.

Μεγέθυνση της ιδιωτικής οικονομίας χωρίς ανάταξη της κοινωνίας και προοπτική για τα μεσαία στρώματα θα σημάνει ίσως λίγο λιγότερη φτώχεια και σίγουρα αβυσσαλέες ανισότητες. Μια μετασοβιετική κατάσταση, χωρίς όμως πίστη στην ελεύθερη οικονομία, που διαρκώς θα σαγηνεύεται από ολοκληρωτικές προτάσεις κρατικής κηδεμονίας μιας εθνικής κακομοιριάς.

Θα λέγαμε οριακά πως η μοναδική εκκρεμούσα μεταρρύθμιση, αυτή που θα καταστεί κόμβος μιας νέας εθνικής συνοχής και παράγοντας επανανομιμοποίησης της δημοκρατίας, είναι η αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Και ακόμα πως η απελευθέρωση της αγοραίας οικονομίας, αυτής που θα αυξήσει την αυτονομία του ατόμου αλλά και τους κινδύνους που διατρέχει, δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια δρακόντεια επανασύσταση της επιθεώρησης εργασίας. Ή πως ακόμα μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα αφήσει πίσω της τις αστείες ανακαινίσεις του ’80 και τον ψευδεπίγραφο προοδευτισμό ενός εύκολου και ασήμαντου πτυχίου, θα δώσει ξανά αξία στα χέρια μας. Οχι στην ανειδίκευτη χειρωνακτική εργασία χαμηλής έντασης, αλλά σε εκείνη που συνδέει τις πνευματικές δεξιότητες με τη νόηση και που μας οδηγεί ξανά στο σύμπαν της επιδεξιότητας.

Με άλλα λόγια η νέα μεσαία τάξη ή θα συγκροτηθεί μέσα από μια ισορροπία μεταξύ σχετικής ανασφάλειας και υψηλών απολαβών ή δεν θα υπάρξει. Ή θα συνδέσει την ανάπτυξη της ατομικότητας και το αίτημα της αυτοπραγμάτωσης με την εργασία ή θα μείνει ένα φάντασμα στην έρημο μιας διαιρεμένης κοινωνίας ανυπόφορων και θεσμικά εγγεγραμμένων ανισοτήτων.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών