Η άνοδος της «ανελεύθερης δημοκρατίας» στην Ευρώπη είναι μια από τις πιο οδυνηρές τάσεις της εποχής μας. Αυτά τα καθεστώτα περιστρέφονται γύρω από έναν ηγέτη ο οποίος ασκεί την εξουσία υπονομεύοντας το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών. Ο Πούτιν, ο Ερντογάν και ο Ορμπαν ενσαρκώνουν τρεις από τις πιο ορατές εκφάνσεις αυτού του φαινομένου. Αυτό που είναι πραγματικά αξιοσημείωτο –και επικίνδυνο –είναι το πώς τα καθεστώτα αυτά κατάφεραν να διατηρήσουν τη λαϊκή στήριξη.

Η χειραγώγηση ή ακόμα και ο απόλυτος έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης δεν μπορεί να εξηγήσει τη διαρκή δημοτικότητα αυτών των ηγετών. Ο βασικός λόγος για την πολιτική επιτυχία είναι ότι αυτά τα καθεστώτα έχουν ακολουθήσει τη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», η οποία προβλέπει συνετές μακροοικονομικές πολιτικές και ανοικτές αγορές. Οι ανελεύθεροι ηγέτες έχουν αντισταθεί στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά ή νομισματικά κίνητρα για να αυξήσουν τη δημοτικότητά τους. Το πιο μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα είναι η σχετικά σταθερή οικονομική απόδοση –και σχετικά ικανοποιημένοι ψηφοφόροι.

Ομως, οι συνετές μακροοικονομικές πολιτικές μπορούν να λειτουργήσουν μόνο εάν η οικονομία παραμείνει σχετικά ελεύθερη. Μέχρι τώρα, ούτε ο Πούτιν ούτε ο Ερντογάν συνδέουν την εθνικιστική ρητορική τους με πολιτικές προστατευτισμού. Η Ρωσία εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και ο Ερντογάν ποτέ δεν αμφισβήτησε την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η μακροπρόθεσμη πρόκληση για τους ηγέτες αυτούς είναι να κρατήσουν τα ανελεύθερα καθεστώτα οικονομικά φιλελεύθερα.

Ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία σε μια εποχή που οι τιμές του πετρελαίου έπαιρναν την ανιούσα από το ιστορικό χαμηλό στο οποίο είχαν πέσει. Η μακροοικονομική διαχείριση κατά τη διάρκεια της έκρηξης των τιμών πετρελαίου ήταν αρκετά συνετή για να επιτρέψει στο καθεστώς να αντέξει την πρόσφατη πτώση των τιμών του πετρελαίου. Αλλά τώρα οι προοπτικές για τη Ρωσία είναι ζοφερές. Και ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας εκτιμάται ευρέως ότι είναι μόλις 1,5% –επίπεδο που υποδηλώνει ότι η Ρωσία θα παραμείνει μόνιμα φτωχότερη από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο Ερντογάν κληρονόμησε μια οικονομία που ανέκαμπτε από μια βαθιά οικονομική κρίση και είχε σημαντική αναπτυξιακή προοπτική. Μέχρι πρόσφατα, η κυβέρνηση περιόρισε την παρέμβασή της στις κρατικές προμήθειες και τις δαπάνες για τις υποδομές. Ωστόσο, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα το καθεστώς άρχισε να κατάσχει επιχειρήσεις που ανήκουν σε αυτούς που κατηγορούνται για στήριξη στο κίνημα Γκιουλέν. Εάν αυτό συνεχιστεί, οι επιχειρηματίες θα σταματήσουν να επενδύουν και η ανάπτυξη θα υποχωρήσει.

Το πρόβλημα είναι ότι τώρα ένα ανελεύθερο καθεστώς δεν μπορεί εύκολα να αποκαταστήσει μια αξιόπιστη δέσμευση για σεβασμό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Διότι τα θεσμικά όργανα που εξασφαλίζουν αυτό το δικαίωμα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπως μια ανεξάρτητη δικαστική εξουσία και μια σοβαρή δημόσια διοίκηση, δεν υφίστανται πλέον.

Οι ηγέτες των ανελεύθερων δημοκρατιών έχουν διατηρήσει τη λαϊκή στήριξη διατηρώντας τη σχετική οικονομική ελευθερία από την οποία εξαρτάται η μακροπρόθεσμη ευημερία. Αλλά καθώς τα καθεστώτα αυτά καθίστανται όλο και πιο αυταρχικά, η ικανότητά τους να ικανοποιούν τους ψηφοφόρους γίνεται όλο και πιο αμφίβολη.

O Ντάνιελ Γκρος είναι επικεφαλής του ινστιτούτου Center for European Policy Studies. Εχει εργαστεί ως οικονομικός σύμβουλος στην Κομισιόν, στο Ευρωκοινοβούλιο και στη γαλλική κυβέρνηση