Αν σταθεί κανείς μπροστά από έναν σύγχρονο χάρτη της Λατινικής Αμερικής και παρατηρήσει το νότιο άκρο της, θα διαπιστώσει ότι στο απώτατο χερσαίο κομμάτι της ηπείρου, γνωστό ως Γη του Πυρός, το σύνορο που χωρίζει τα εδάφη της Χιλής από εκείνα της Αργεντινής είναι τραβηγμένο κοφτά και αποφασιστικά με μια ευθεία γραμμή. Οι ευθείες γραμμές δεν συνηθίζονται βέβαια στη φυσική μορφολογία της ξηράς και η Τιέρα ντελ Φουέγο δεν διαιρούνταν πάντα από μια τέτοια. Οχι μόνο γιατί αρκετά έθνη οριοθετήθηκαν γεωγραφικά κάπου στον 19ο αιώνα, χιλιετίες αφότου σχηματίστηκαν οι θάλασσες και οι στεριές: η επικράτεια που εξετάζουμε εδώ και ειδικά το τμήμα της που ονομάστηκε Μαγγελανία από τον γνωστό εξερευνητή, δυσπρόσιτο και για καιρό ατιθάσευτο από αγγλικές, γαλλικές ή ισπανικές επιστημονικές αποστολές, καθυστέρησε να προσαρτηθεί από κάποιο κράτος, παραμένοντας για περισσότερο από το συνηθισμένο, αντικείμενο φιλονικίας των κυβερνήσεων του Σαντιάγο και του Μπουένος Αϊρες. Μέχρι τη μεταξύ τους συνθήκη του 1881, η Μαγγελανία μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητη, ελεύθερη επικράτεια, μια Terra Nulis, της οποίας την αποκλειστικότητα καμία μεγάλη δύναμη δεν μπορούσε να διεκδικήσει εύκολα. Οι διάφορες φυλές των Ινδιάνων Γιαγκάν απολάμβαναν ειρηνικά τα αγαθά της, χωρίς αρχηγούς ή συγκρούσεις. Αν ένας Δυτικός αποφάσιζε να μείνει μαζί τους, σε αντίθεση με τη χώρα προέλευσής του, κανείς δεν θα τον υποχρέωνε να δώσει στοιχεία για την ταυτότητά του. Δεν θα είχε ούτε θεό ούτε αφέντη.

Σε τόνο υπαρξιακό

Η επιλογή της περιοχής από τον Ιούλιο Βερν ως φόντου του μυθιστορήματος «Στη Μαγγελανία» δεν είναι τυχαία. Το πιο πολιτικό βιβλίο του πρωτοπόρου γάλλου γράφεται προς το τέλος της ζωής του, όταν πια η υγεία του φθίνει, η θλίψη για την απώλεια αγαπημένων προσώπων επελαύνει και ένας ψυχασθενής συγγενής αποπειράται να τον δολοφονήσει. Πλέον, ο Βερν δίνει έναν σκοτεινό και υπαρξιακό τόνο στα έργα του και αναμετριέται με φαντάσματα του παρελθόντος, όχι μόνο προσωπικά, αλλά και πολιτικά. Ναι, υπήρχαν και τέτοια: όταν ο συγγραφέας βρέθηκε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1848, η πόλη ζούσε στον απόηχο της επανάστασης του Φεβρουαρίου. Οι ριζοσπαστικές ιδέες βρίσκονταν στο επίκεντρο των συζητήσεων και ο ανήσυχος Βερν δεν τις αγνοούσε. Η αγάπη του για τις φυσικές ομορφιές της γης τον έφερε σε επαφή με γεωγράφους, μεταξύ των οποίων οι αναρχικοί Ελιζέ Ρεκλί και Πιοτρ Κροπότκιν. Δεν υιοθέτησε τις ιδέες τους, ίσως όμως χαρακτήρες όπως ο πλοίαρχος Νέμο, εραστές της ελευθερίας και όχι του κυρίαρχου πολιτισμού, να τις αντανακλούσαν. Πιο σίγουρο είναι ότι τις θεωρούσε ανέφικτες, επειδή η ανθρώπινη φύση αποδεικνυόταν άπληστη, βίαιη και αρπακτική. Εστω κι έτσι, η δικαιοσύνη, η ελευθερία και η αλληλεγγύη τον απασχολούσαν σε κάθε σχεδόν βιβλίο του, όπως και ο κοινωνικός γρίφος που παρήγαν.

«Στη Μαγγελανία» μετατρέπει τον γρίφο σε πλοκή. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί έναν μυστηριώδη άνδρα που ζει γύρω από τον Πορθμό του Μαγγελάνου, περίπου όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος ή ο Τελευταίος των Μοϊκανών. Μαθαίνουμε για τα καυκάσια χαρακτηριστικά του, το αυλακωμένο από τις ρυτίδες του σκεπτόμενου ανθρώπου μέτωπό του ή την περηφάνια του, «διαφορετική από την ξιπασιά των εγωιστών που αγαπάνε μόνο τον εαυτό τους». Είναι μονίμως απόμακρος κι η κοσμοθεωρία του συνοψίζεται στις λέξεις «ούτε θεός ούτε αφέντης»: κάποτε ανήκε στους αναρχικούς «που εξωθούν τα πιστεύω τους μέχρι τις έσχατες συνέπειές τους», χωρίς πάντως να έχει εμπλακεί στις «βιαιότητες που σημάδεψαν το τέλος του 19ου αιώνα». Οπως και να ‘χει, από φιλευσπλαγχνία προς τους ιθαγενείς της Μαγγελανίας, τους προσφέρει τις ιατρικές του γνώσεις. Τον ονομάζουν Καού-τζερ, φίλο δηλαδή, ευεργέτη. Για τον ίδιο όμως, τα προβλήματα εμφανίζονται όταν η κυβέρνηση της Χιλής αποκτά δικαιοδοσία στη γύρω περιοχή και πολύ περισσότερο όταν εκεί ναυαγεί ένα ιστιοφόρο, ονόματι «Ιωνάθαν», γεμάτο μετανάστες με προορισμό μια πορτογαλική αποικία της Αφρικής. Η εκ του μηδενός οργάνωση των ναυαγών σε κοινότητα υπονομεύεται από έριδες για ζητήματα πολιτικά και από «απόπειρες διασάλευσης της τάξης». Θα δεχθεί άραγε ο Καού-τζερ να αναλάβει την αρχηγία, όπως απαιτούν οι περιστάσεις, προδίδοντας όμως τα πιστεύω του; Κι όταν τελικά γίνει ο απρόθυμος αλλά φωτισμένος ηγέτης της κοινότητας, πώς θα γιατρέψει τον πυρετό της απληστίας της;

Σεν-Σιμόν, Φουριέ και Προυντόν

Πριν ακόμα από τις απαντήσεις που δίνει, ενδιαφέρον εδώ έχει και ο τρόπος που ο Βερν ξεδιπλώνει τα ερωτήματά του. Οι νουθεσίες καταρχήν προς τον Καού-τζερ δεν λείπουν: σε μια αρκετά πυκνή παρουσίαση της γενεαλογίας των σοσιαλιστικών ιδεών, γεμάτη με αναπάντεχες αναφορές στον Σεν-Σιμόν, τον Φουριέ ή τον Προυντόν, ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει φυσικούς νόμους του στυλ «η κοινωνία δεν μπορεί παρά να βασίζεται στις κοινωνικές ανισότητες» ή «αν η απόλυτη δικαιοσύνη και η ισότητα δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο, τουλάχιστον υφίστανται στον άλλον». Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο Καού-τζερ είναι για τον Βερν «ένα καλό πλάσμα, παραστρατημένο από τα συστήματα του πιο προχωρημένου κολεκτιβισμού». Η αποικιοκρατία επίσης δεν ακούγεται και πολύ συμπαθής στον Βερν όταν παρατηρεί ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο να ξεμπήξει κανείς από τη βρετανική σημαία» ή όταν εξηγεί πώς οι δυτικοί ιεραπόστολοι προσάρμοζαν τα διδάγματά τους στο ψυχρό κλίμα των ντόπιων, τρομάζοντάς τους με μια «ειδική κόλαση» με θερμοκρασίες υπό το μηδέν. Τα διλήμματα όμως προκύπτουν από τη μάχη μεταξύ του συλλογικού και της θέσης του ατόμου σε αυτό: όταν ο Καού-τζερ επιλέγει όχι τη σοσιαλιστική οργάνωση της νέας κοινότητας (που αναστατώνεται από δύο θερμοκέφαλους, Ιρλανδούς), αλλά την «ενός ανδρός αρχή», δεν αποκλείεται να εκφράζει σε έναν βαθμό νεανικές αναζητήσεις του ίδιου του Βερν.

Το άλυτο πρόβλημα

Είτε ισχύει η υπόθεση είτε όχι, στη Μαγγελανία και ειδικά στη νήσο Οστε, όπου οι ναυαγοί του «Ιωνάθαν» καλούνται να στήσουν μια ιδανική κοινωνία από την αρχή, μοιάζει να φιλοξενείται ένα πείραμα πολιτικής θεωρίας, παρόμοιο με εκείνα που δεκαετίες πριν πραγματοποιούσαν φιλόσοφοι του κοινωνικού συμβολαίου σαν τον Ζαν-Ζακ Ρουσό και που χρόνια αργότερα επαναδιατυπώνονταν από στοχαστές σαν τον Τζον Ρολς. Το συμπέρασμα του Βερν είναι αρκετά σαφές: όση γοητεία κι αν ασκούν οι ιδέες του Καού-τζερ, οι άνθρωποι, έμφυτα κακοί καθώς είναι, δεν θα επιτρέψουν την αναίμακτη εφαρμογή τους. Τα πολιτικά παράδοξα πάντως ή και οι αντιφάσεις δεν λείπουν: ενώ ο συγγραφέας βλέπει θετικά τους ιθαγενείς της Μαγγελανίας, Καουεσκάρ, που ζουν ανέμελα κυνηγώντας ιαγουάρους και γκουανάκο, χωρίς να υπόκεινται σε εξουσίες και κοινωνικά δεσμά, ταυτόχρονα φτάνει να θεωρεί τη «βία του αυταρχισμού» αναγκαία για την κοινωνική οργάνωση στην επικράτειά τους. Ισως, επηρεασμένος από τη Γαλλία του 19ου αιώνα αλλά εν τέλει συντηρητικός πολιτικά, να αντανακλά εδώ μια εσωτερική συνειδησιακή διαμάχη. Κάνει πάντως τον κόπο να την αφουγκραστεί, όχι μόνο σαν δημιουργός που εντάσσει στο έργο του τις αντίθετες φωνές για να τις κατευνάσει. Ενα πρόβλημα παραμένει άλυτο και για εκείνον, κι αυτό δεν είναι άλλο από τον αγιάτρευτο πυρετό της απληστίας. «Χάσου, καταραμένε χρυσέ, χάσου» αναφωνεί ο Καού-τζερ ακόμα κι όταν τα πάντα έχουν διευθετηθεί κι εκείνος έχει δει το φως. «Μακάρι να καταποντίζω μαζί σου όλα τα δεινά της ανθρωπότητας!».

Jules Verne

Στη Μαγγελανία

Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες

Μτφ. Χρήστος Γεμελιάρης

Σελ. 296

Τιμή: 14,84 ευρώ