Η συνέντευξη του Σόιμπλε στα «ΝΕΑ» και στον συνάδελφο Γιώργο Παππά ήταν αξιοσημείωτη επιτυχία και λόγω της συγκυρίας κατά την οποία δόθηκε. Κατά το πέρας της δεύτερης αξιολόγησης της Ελλάδας και της έγκρισης της δόσης για τη χώρα μας. Κυρίως για τον χρόνο, που είναι προεκλογικός στη Γερμανία και ο υπουργός Οικονομικών αναδιαπραγματεύεται τη δική του επόμενη μέρα εν μέσω και επικρίσεων από τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Ο Σόιμπλε αποτελεί τον παίκτη που ενδεχομένως βολεύει όλες τις πλευρές του παιχνιδιού, και στην Ευρώπη, και στο εσωτερικό της χώρας του. Οχι μόνο εκφραστής σκληρής πτέρυγας της χρηματοπιστωτικής ελίτ αλλά και αυτοτελής πολιτικός παίκτης. Δύο ερωτήματα, βέβαια, εγείρονται από αυτά που είπε στον συνάδελφο. Το πρώτο αφορά την άποψη που εκφράζει ότι «δεν κόβω εγώ τις συντάξεις», υπονοώντας πως η Γερμανία και οι δανειστές απλώς παρέχουν πακέτο βοήθειας για μια χώρα όπως η Ελλάδα και από κει και πέρα υπάρχει αυτοτέλεια στους κυβερνώντες μας και στη δράση τους. Και, άρα, η δοσολογία των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων είναι στο χέρι των ελληνικών κυβερνήσεων.

Μια θέση εκ των πραγμάτων αντιφατική αφού η πάγια θέση της Γερμανίας, άρα και του Σόιμπλε, για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι αυτή ακριβώς που αποτελεί και τον οδικό χάρτη για περικοπές. Αρα, ναι, σίγουρα δεν είναι ο Σόιμπλε που θέλει κουρεμένες συντάξεις με τη στενή έννοια του όρου, διαμορφώνει όμως όλο το περιβάλλον και τους όρους για αυτό αφού ασφυκτικά πιέζει για την αποπληρωμή της βοήθειας που παρέχει.

Το ερώτημα αφορά αυτά που αποκαλύπτει στη συνέντευξή του. Λέει ότι «ο Τσακαλώτος όταν έχει πρόβλημα μου τηλεφωνεί». Αν ο ισχυρισμός ισχύει –διάψευση πάντως δεν είδαμε από τους κυβερνώντες –καταρρέει ένα βασικό επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ για σχέδιο Σόιμπλε. Κι αυτό αφού είναι τουλάχιστον αντιφατικό να χρησιμοποιείς ως σκιάχτρο τη στρατηγική του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, από τη μια, και να συμπράττεις μαζί του πάνω στο δημοσιονομικό πρόγραμμα της χώρας σου, από την άλλη. Η αμφίθυμη σχέση της κυβέρνησης με τους δανειστές –εκπορευόμενη και από τη στάση των δεύτερων βέβαια –έχει ένα όριο και φαίνεται πως είναι η επί της ουσίας συμφωνία μαζί τους.