Το καλοκαίρι του 2016 κι ενώ η Ευρώπη ακόμη έτρεμε το ενδεχόμενο επανάληψης ενός κακού ελληνικού σεναρίου, κοινοτικοί αξιωματούχοι κι αναλυτές που ασχολούνται πολλά χρόνια με το ελληνικό ζήτημα έλεγαν σε ένα μικρό γκρουπ ελλήνων δημοσιογράφων στις Βρυξέλλες ότι το 2017, που είναι χρονιά των γαλλικών και γερμανικών εκλογών, η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να περιμένει από τους εταίρους της. «Εάν είναι να δώσετε μια μάχη, δώστε αυτήν της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων» έλεγε ο επικεφαλής της γνωστότερης δεξαμενής σκέψης των Βρυξελλών. «Η μακρόχρονη διατήρησή του είναι τελείως εξωπραγματική και στις δικές μας προσομοιώσεις βλέπουμε αναπτυξιακή πορεία και μείωση του χρέους με ένα πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 2%». Ιδιο κλίμα, μερικούς μήνες αργότερα, στη Γερμανία. «Κανείς δεν θέλει να χάσει τις εκλογές λόγω Ελλάδας» έλεγαν στελέχη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος σε off ενημερώσεις το φθινόπωρο. Η Γερμανία ήθελε την Ελλάδα εκτός προεκλογικής ατζέντας και το πέτυχε. Ακόμη και οι Σοσιαλδημοκράτες, που βρίσκονταν σε εκείνη τη φάση σε τροχιά ανόδου, είχαν φροντίσει να μην επαναφέρουν την πρότασή τους για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αντιλαμβανόμενοι το πόσο αντιδημοφιλής ήταν στο εσωτερικό της κοινωνίας τους.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το σήμερα; Αν η κυβέρνηση δεν είχε καλλιεργήσει τόσο υψηλές προσδοκίες, θα μπορούσε ίσως τώρα να χαμογελάει. Ο Πρωθυπουργός υποσχέθηκε γραβάτα –όχι σαν αυτήν που ποστάρισε ο συγκυβερνήτης του -, αλλά τελικά θα αρκεστεί σε υποσχέσεις και καλές προθέσεις. Από το φθινόπωρο όμως προεξοφλούσε το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και την ταυτόχρονη ρύθμιση για το χρέος. Απολογισμός; Ενα στα τρία, κι αυτό με οκτώ μήνες καθυστέρηση.

Δόθηκε επίσης ένας μεγάλος αγώνας για τον ρόλο του ΔΝΤ. Στην αρχή δαιμονοποιήθηκε για τα λάθη του, τις υπερβολικές του απαιτήσεις και τη συμπεριφορά των υπαλλήλων του. Επειτα, εμφανίστηκε ως πολύτιμος σύμμαχος στη σύγκρουση με τους Γερμανούς για το χρέος. Η παραμονή του στο ελληνικό πρόγραμμα θα επιτάχυνε, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, μια απόφαση ελάφρυνσης. Οι Ευρωπαίοι επιθυμούσαν την παραμονή του, για διαφορετικούς όμως λόγους: για να επιβλέπει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Και γιατί διαφορετικά κανένα πρόγραμμα δεν θα περνούσε από τη γερμανική Βουλή.

Εμαθε άραγε κάτι η ελληνική πλευρά μετά την περήφανη διαπραγμάτευση του 2015; Μάλλον όχι. Στον ΣΥΡΙΖΑ πίστευαν και πιστεύουν πως το γεγονός ότι η κυβερνητική τους πλειοψηφία περνά αναίμακτα στη Βουλή όλα όσα οι προηγούμενοι αδυνατούσαν, είναι και το συγκριτικό τους πλεονέκτημα με τους έξω. Ακόμη κι αν αυτό ισχύει ώς έναν βαθμό, φαίνεται ότι η χρησιμότητά τους φτάνει προς το τέλος. Η χώρα συμφώνησε σε πλεονάσματα με ορίζοντα 40 χρόνων και μέτρα μείωσης συντάξεων και εισοδημάτων για την επόμενη τετραετία. Η όποια απόφαση έρθει για το χρέος, το 2018 ή αργότερα, δεν αναμένεται να αλλάξει δραματικά τα οικονομικά δεδομένα. Υπό αυτή την έννοια, το σίκουελ της περήφανης διαπραγμάτευσης, που κράτησε περίπου έναν χρόνο, δεν ανέτρεψε τα πολιτικά δεδομένα. Η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου μετρά ήδη αντίστροφα.