Οσο η ΕΕ περιοριζόταν στην κοινή αγροτική πολιτική, στο εξωτερικό εμπόριο και στην ενοποίηση των αγορών, η συνύπαρξη χωρών με διαφορετικά επίπεδα και ικανότητες ανάπτυξης δεν αποτελούσε εμπόδιο. Οταν στην ΕΕ εισήχθη το ευρώ, μια πειθαρχία στην οικονομική πολιτική, η αναζήτηση Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και η Ευρώπη διευρύνθηκε σε 28, τα όρια ήταν εκεί. Οταν προέκυψε και η κρίση, τα όρια ξεπεράστηκαν.

Η δυναμική του συνόλου προσδιορίζεται και από τη δυναμική των τμημάτων του. Η υπόρρητη παραδοχή ήταν ότι οι χώρες-μέλη θα ενίσχυαν τις ικανότητές τους και θα ακολουθούσαν μια πορεία σύγκλισης, ώστε να συμβάλλουν στην ευρωπαϊκή δυναμική. Σύγκλιση δεν σημαίνει απόλυτα εναρμονισμένη εξέλιξη αλλά ούτε διεύρυνση του χάσματος σε βαθμό που να οδηγεί σε παραλυσία όλης της Ευρώπης. Για πολλά χρόνια η σύγκλιση επιτεύχθηκε. Ομως, από την κρίση και μετά ακολούθησαν η απόκλιση και ο κλυδωνισμός. Η σύγκλιση της Ελλάδας προς την ΕΕ των 15 ήταν το 2016 στο 48,3%, όπου δηλαδή ήταν είκοσι πέντε χρόνια πριν (το 1991), ενώ πριν από την κρίση είχε φτάσει στο 75%. Η Ισπανία ήταν στο 72,3% (όπως το 2003), η Πορτογαλία στο 53,7% (όπως το 2005). Η Ιρλανδία είναι άπιαστη. Με τα νέα δεδομένα φτάσαμε στο σημείο, όπου ορισμένες χώρες δεν μπορούν, άλλες δεν θέλουν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και άλλες δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τους καθυστερημένους.

Η ιδέα μιας Ευρώπης με πολλές ταχύτητες ή πολλούς κύκλους δεν είναι νέα. Ηδη εκφράζεται σε διάφορες κρίσιμες πολιτικές (Σένγκεν, ευρώ), ενώ de facto εκφράζεται στις σοβαρές αποκλίσεις μεταξύ χωρών-μελών, ακόμα και μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, σε ό,τι αφορά την ικανότητά τους να διασφαλίσουν δύναμη, ανάπτυξη, κοινωνική προστασία, εμπιστοσύνη στη διακυβέρνηση.

Η λύση μιας Ευρώπης με θεσμοποιημένες δύο ή και περισσότερες ταχύτητες θα δώσει μεσοπρόθεσμα μια φαινομενική διέξοδο. Ομως, θα εμπεριέχει το σπέρμα της σταδιακής αποσύνθεσης της ΕΕ, με επιπτώσεις για όλους. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι το ίδιο αποτέλεσμα προκύπτει και από μια Ευρώπη στην οποία οι πολλές ταχύτητες δεν είναι μεν θεσμοθετημένες, είναι όμως πραγματικότητα. Στην ουσία, αν οι περισσότερες ταχύτητες –θεσμοθετημένες ή de facto –είναι υπαρκτές, επηρεάζουν εξίσου την εξέλιξη, την πειστικότητα και τη δύναμη της Ευρώπης και κάθε χώρας ξέχωρα.

Είναι πέρα από κάθε συζήτηση ότι μια Ευρώπη μιας ταχύτητας είναι στρατηγικός όρος επιτυχίας, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σημαντικών διεθνών ανακατατάξεων. Είναι επίσης πέρα από κάθε συζήτηση ότι η Ελλάδα πρέπει να ανήκει στην Ευρώπη της πρώτης ταχύτητας. Το πρόβλημα είναι ότι δεν αρκεί να ψελλίζεις πως θες να είσαι στην υψηλότερη ταχύτητα, αλλά να μην μπορείς να κινείσαι ούτε με τη χαμηλότερη ή, το χειρότερο, να κάνεις τα πάντα για να είσαι σε όσο γίνεται πιο χαμηλή. Οταν δεν είσαι, ό,τι και να ισχυρίζεσαι, οι άλλοι ξέρουν τι είσαι. Γι’ αυτό, η κατάστασή μας απαιτεί συγκέντρωση των δυνάμεών μας σε έναν και μόνο στόχο: την αναστροφή από το τέλμα στο εσωτερικό και τη συνειδητοποίηση ότι η τύχη της Ευρώπης έχει κολοσσιαία επίδραση από γεωπολιτική και οικονομική σκοπιά για το μέλλον όλων και ακόμα περισσότερο των πιο αδύναμων χωρών. Μια τέτοια στρατηγική θα θύμιζε βέβαια την αφύπνιση του Υπνοβάτη. Γίνεται;

Τελικά, αν κάποιες χώρες θέλουν να είναι πρώτο τραπέζι πίστα, αλλά να κινούνται διαμετρικά αντίθετα από το ζητούμενο αυτό, η λύση να είμαστε όλοι μαζί και χαρούμενοι αφενός δεν περπατάει και αφετέρου είναι καταστροφική για όλους. Ισως, η ύπαρξη ενός μικρότερου ισχυρού και σταθερού πόλου, που όμως θα μπορεί να διασφαλίζει και να διευρύνει το κοινωνικό, οικονομικό και δημοκρατικό κεκτημένο στον ευρωπαϊκό χώρο, να είναι πολύ πιο σημαντική από ευρωπαϊκή σκοπιά από ό,τι μια χαοτική Ευρώπη που θα απαξιώνεται. Μπορεί να είναι κρίσιμος όρος και για τα συμφέροντα όλων των ευρωπαϊκών χωρών σε σχέση με τα παγκόσμια προβλήματα. Δυναμικά, ίσως αργότερα πετύχει να δημιουργήσει ξανά προϋποθέσεις για ένα πιο φιλόδοξο σχήμα, που θα παρασύρει όσους ξανασκεφτούν το όφελος που έχει η κορυφή σε σχέση με τη μέση ή τον πάτο της πυραμίδας.

Οι δυνάμεις στην Ευρώπη που έχουν στρατηγική θεώρηση πρέπει να υπερβούν πολλά. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν άρχισαν να αλληθωρίζουν χωρίς λόγο. Εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές έμειναν πολύ πίσω, παρότι στα 60 χρόνια οδήγησαν σε πολλές και σημαντικές αλλαγές. Οπως πάντα, αυτό δεν αρκεί. Στη διάρκεια μιας δεκαπενταετίας (2000 με 2015) το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ αυξήθηκε συνολικά μόλις κατά 4,4%. Η αντίστοιχη αύξηση την προηγούμενη δεκαπενταετία (1985-2000) ήταν περίπου 42%. Η αβεβαιότητα στην εργασία, στο εισόδημα, στην κοινωνική συνοχή, στο μέλλον της νεολαίας έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Μετά την Ουκρανία, η εξωτερική ασφάλεια αρκετών χωρών δέχθηκε καίριο πλήγμα. Πρόκειται για τεράστιες ανατροπές. Η Ευρώπη θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη, όταν οι εθνικές κυβερνήσεις και η διακυβέρνηση της ΕΕ συνολικά σταματήσουν να χάνονται σε αποτυχημένες επιλογές ή σε εσωτερικίστικες συζητήσεις για θεσμούς, ταχύτητες και αρχιτεκτονικές της εξουσίας, απόμακρα ή γραφειοκρατικά θέματα, και φέρουν αποτελέσματα που θα σημαίνουν κάτι πιο χειροπιαστό για πλατύτερα τμήματα των κοινωνιών. Στην πραγματική οικονομία, βέβαια, το μοντέλο της χρυσής εποχής έχει τελειώσει. Ομως αξίες όπως ανάπτυξη, απασχόληση, δικαιώματα, επενδύσεις, εμπιστοσύνη στο μέλλον διατηρούνται αμετάβλητες.

Η πολιτική στην Ευρώπη και στις ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να δει κατάφατσα τα νέα προβλήματα, να αναζητήσει λύσεις, να ξεπεράσει λάθη και να αποτρέψει μια νέα σελίδα στην πολιτική ιστορία, που θα ονομάζεται «εποχή των τερατωδών ψεμάτων». Από την άλλη, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες καλούνται να αποδεχθούν μια νέα τάξη πραγμάτων, να καταλάβουν ότι δεν ζουν πια μόνες στον κόσμο, ότι «οι άλλοι» στον κόσμο αυτό έχουν πλέον υπόσταση και δουλεύουν σκληρά για να ανέβουν. Αυτό σημαίνει να ξαναμετρήσει η Ευρώπη τις δυνάμεις της. Αν παρ’ όλα αυτά αυτό δεν μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα, τότε, έστω, να μην καλλιεργεί την εντύπωση ότι η λύση θα βρεθεί στον κήπο των τεράτων.

O ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Tάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός