Από την πρώτη στιγμή που είχε δημοσιοποιηθεί το σχέδιο νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες, δεν υπήρχε σοβαρός νομικός που να μην έλεγε ότι θα καταπέσει στα δικαστήρια. Φύλλο και φτερό, άλλωστε, το είχε κάνει ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, κεντάει τους τελευταίους μήνες.

Ετσι, μετά το Βατερλώ της πεντάμηνης διαπραγμάτευσης της πρώτης περιόδου, είχαμε το φιάσκο της οχτάμηνης διαδικασίας για την αδειοδότηση των καναλιών. Δεν ξέρω αν όλα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο του φροντιστηρίου που κάνει η κυβέρνηση, επιβεβαιώνουν ωστόσο ότι πορεύεται «έτσι, χωρίς πρόγραμμα», που θα έλεγε και η αείμνηστη Ρεζάν. Διότι δεν είναι μόνο η –λέμε τώρα –διαπραγμάτευση με τους δανειστές ή οι μαγκιές που έκανε ο υπουργός Επικρατείας με τα κανάλια. Είναι η σκιαμαχία με την Εκκλησία, είναι οι αδιανόητες επιθέσεις στη Δικαιοσύνη, είναι οι λεονταρισμοί με τις ιδιωτικοποιήσεις, είναι τα τεκταινόμενα στη δημόσια τηλεόραση, είναι η απαξίωση των θεσμών κ.ά. Παραφράζοντας τον Σεφέρη, θα μπορούσε να πει κανείς «όπου και αν κοιτάξω, η κυβέρνηση με πληγώνει».

Ολα πλέον λειτουργούν συσσωρευτικά, ενώ μετά τα τελευταία γεγονότα με τις τηλεοπτικές άδειες αλλά και τις δηλώσεις του Πάνου Σκουρλέτη, σε συνδυασμό με το κείμενο των 53, διαφαίνεται ότι και ο ανασχηματισμός μάλλον περισσότερα εσωτερικά προβλήματα θα δημιουργήσει στον Πρωθυπουργό.

Οδός διαφυγής δεν υπάρχει. Με μαθηματική ακρίβεια τους προσεχείς μήνες η χώρα θα οδηγηθεί στις κάλπες. Και αν φαντάζει προφανές αυτό που φεύγει, δεν είναι σαφές τι είναι αυτό που έρχεται. Με την έννοια ότι η αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να έχει την τεχνογνωσία ως κόμμα εξουσίας και έναν φρέσκο αρχηγό, όμως, αν εξαιρέσει κανείς κάποια έμπειρα στελέχη, το πολιτικό προσωπικό που διαθέτει δεν είναι ελκυστικό για τους πολίτες, ενώ αναμένεται και το συνολικό εναλλακτικό σχέδιό της.

Την ίδια στιγμή, ο προοδευτικός χώρος, που έχει τα πλέον καταρτισμένα και αποτελεσματικά στελέχη, αδυνατεί να βρει τα πατήματά του. Αν ισχύουν οι πληροφορίες ότι στο παρασκήνιο γίνονται προσπάθειες για τη συγκρότηση ενός ευρύτερου μεταρρυθμιστικού μετώπου, ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά θα καρποφορήσουν. Η χώρα βρίσκεται σε ένα απίστευτο αδιέξοδο και δεν υπάρχει η πολυτέλεια των ατέρμονων συζητήσεων, των προσωπικών στρατηγικών ή των αποκλεισμών. Τα κόμματα που μπορούν να πάρουν μέρος είναι δεδομένα –ήδη ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει εκφράσει δημοσίως τη διαθεσιμότητά του, ενώ και τα πρόσωπα που μπορούν να συμβάλουν στην προσπάθεια είναι λίγο-πολύ γνωστά. Ας λάβουμε, επίσης, υπόψη ότι το εγχείρημα δεν είναι αναγκαίο για τη διάσωση προσώπων ή ακόμα και του χώρου, αλλά για την ουσιαστική διακυβέρνηση του τόπου. Σαφές;