Κι αν ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ έχουν πιάσει κάτι που καμία κυβέρνηση μετά το 2009 δεν είχε συνειδητοποιήσει; Προσέξτε: το Μνημόνιο δεν πολεμιέται. Αν πας να το εφαρμόσεις, χάνεις. Για την ακρίβεια: πριν χάσεις την κοινωνία, έχεις ήδη χάσει στο μέτρημα τους βουλευτές σου. Πας λοιπόν κουτρουβαλώντας σε εκλογές και εκεί τελειώνεις. Γι’ αυτό και οι Τσιπραίοι ξεκίνησαν έναν άλλο πόλεμο. Με τα ΜΜΕ και το σύστημα εν γένει. Οπως κάθε σύρραξη, ο πόλεμος αυτός, που έχει ως αιχμή την αδειοδότηση των καναλιών, εξελίχθηκε απρόβλεπτα. Οι κυβερνώντες υπολόγιζαν σε εκλεκτική στοχοποίηση και χειρουργικά χτυπήματα. Το μέτωπο όμως αποδείχθηκε ευρύτερο και οι εχθροί περισσότεροι από ό,τι υπολόγιζαν. Τόσο το καλύτερο –σκέφτηκαν. Παρακολουθούμε λοιπόν μια απίστευτη επίθεση κατά πάντων με μπροστάρη τον Πρωθυπουργό.

Η κίνηση είναι πονηρή. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει τη μητέρα όλων των μαχών απέναντι στους «βαρόνους της διαπλοκής» που έχουν, υποτίθεται, παρατάξει απέναντι τους στρατούς τους, ποιος βουλευτής θα γκρινιάξει και ποιο κομματικό στέλεχος θα δημιουργήσει προβλήματα; Σε μια, μυθολογική σχεδόν, σύγκρουση, σε μια σταυροφορία που καλείται να φέρει εις πέρας η –εντάξει, έχει και η Αριστερά το πολιτικό μελό της –«δρακογενιά», ποιος θα ασχοληθεί με προαπαιτούμενα και αξιολογήσεις; Νυν υπέρ πάντων αγών στο αρχετυπικό «εμείς ή αυτοί». Φυσικά, για καλό και για κακό, η κυβέρνηση προκάλεσε και μια τεχνητή όξυνση με τους εκπροσώπους των δανειστών που επανέκαμψαν στο Χίλτον. Είναι όμως βέβαιο ότι, συν τω χρόνω, όλα θα περάσουν και θα ψηφιστούν από τη Βουλή. Κι αυτό γιατί οι κυβερνώντες πρέπει να μείνουν στην εξουσία –η εξουσία έστω και με αντίτιμο το Μνημόνιο είναι αυτοσκοπός –για να μην ηττηθούν από τους «διαπλεκόμενους».

Προς το παρόν, το σχέδιο αποδίδει. Αποσυσπειρωμένος στην κοινωνία, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει να σφίξει τις γραμμές Κοινοβουλευτικής Ομάδας και κόμματος. Αυτό φαίνεται να διασφαλίζει τη διεξαγωγή του Συνεδρίου –που είναι στο μυαλό όλων των παικτών της κυβέρνησης –και, όπως ήδη είπαμε, τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεων έναντι των δανειστών. Μετά βλέπουμε. Η επιλογή αυτή της σύγκρουσης έχει και άλλα πλεονεκτήματα. Οι έχοντες τα ΜΜΕ δεν έχουν το ρεφλέξ του μετώπου –ή δεν το έδειξαν σε πρώτη φάση –όπως είχε, ας πούμε, συμβεί με την υπόθεση Κοσκωτά και την Τράπεζα Κρήτης. Ακόμη χειρότερα: έχουν σε μεγάλο βαθμό συκοφαντηθεί στους ξένους –δανειστές αλλά και ΜΜΕ –ως «ολιγάρχες». Κάτι που σημαίνει ότι οι κυβερνώντες διεξάγουν ανενόχλητοι την εκστρατεία εναντίον τους, αφού μόνο στη Γερμανία και στις Βρυξέλλες έχουν πάρει χαμπάρι τι ακριβώς γίνεται.

Ολα καλά λοιπόν; Οχι εντελώς. Οι ενδοκυβερνητικές διαφωνίες για την υπόθεση της Τράπεζας Αττικής –όπου οι οικονομικοί υπουργοί δεν ήταν στην ίδια γραμμή με το σύστημα Μαξίμου –δείχνουν ότι άλλο η επιθετική καταστροφή των ΜΜΕ και άλλο η παράλληλη επιχείρηση δημιουργίας νέων συστημάτων. Η περίπτωση Καλογρίτσα –που φαίνεται να συνδέεται με την Αττικής και τον ζήλο της κυβέρνησης να επιβάλει εκεί πρόσωπο και καταστάσεις –έχει εξαρχής προκαλέσει την αντίδραση του κυβερνητικού εταίρου. Εδώ είναι και η αχίλλειος πτέρνα της τριγωνοποίησης που επιχειρεί η ομάδα του Μαξίμου βάζοντας απέναντι τα ΜΜΕ για να απεγκλωβιστεί πολιτικά από την πόλωση με το Μνημόνιο. Ανεξαρτήτως και πέραν όμως της αντίδρασης προς τον Καλογρίτσα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Πάνος Καμμένος θα ανέβει στο άλογο για μια γενικευμένη και ολοκληρωτική αντιπαράθεση με τους πάντες –ιδίως δε με ιστορικούς επιχειρηματίες –στα μαρμαρένια αλώνια της «διαπλοκής». Και χωρίς ΑΝΕΛ δεν υπάρχει κυβέρνηση. Με απλά λόγια, το στρατήγημα του Μαξίμου για αντιπερισπασμό με πόλεμο κατά των «ολιγαρχών» έχει και ρίσκα και, κυρίως, όρια.