Τέτοιες μέρες ήταν το 2013 όταν ο Φώτης Κουβέλης έβαζε τέλος στην εμπλοκή της ΔΗΜΑΡ με την πρωτοβουλία των 58, συμβάλλοντας καταλυτικά στην αποτυχία του εγχειρήματος συσπείρωσης της Κεντροαριστεράς, ίσως στην καλύτερη από πλευράς timing περίοδο. Τρία χρόνια μετά και χωρίς κανέναν (ουσιαστικό) λόγο, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να τορπιλίσει τον διάλογο με Το Ποτάμι –έναν διάλογο που, είναι αλήθεια, η ίδια η Φώφη Γεννηματά είχε ανοίξει με γενναίο τρόπο με άρθρο της στα «ΝΕΑ»! Και βάζει τέλος στις προσπάθειες δημιουργίας ενός νέου φορέα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα του τύπου «ο Σταύρος θέλει να μας πάει στη Δεξιά», «κάποιοι θέλουν να γίνουν υπουργοί του Μητσοτάκη» και άλλα τέτοια πετυχημένα, τα οποία θυμίζουν τις αντίστοιχες προφάσεις που χρησιμοποιούσε ο Φώτης Κουβέλης για να αρνηθεί τον διάλογο με τον ΠΑΣΟΚ. «Μα, με τον Βενιζέλο;» αναρωτιόταν το 2013 ο (τότε) πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ. «Ναι, με όποιον συμφωνεί» του απαντούσαμε, επιμένοντας ότι το ζητούμενο είναι η συνεργασία όλων των δυνάμεων του χώρου –αφήστε που δεν υπήρχε και κανένα πρόβλημα με τον Βενιζέλο, αλλά τέλος πάντων. «Μα, με τη Φώφη;» ρωτούσαν ώς και την τελευταία στιγμή φίλοι του Ποταμιού. «Ναι, και με τη Φώφη» τους απαντούσαμε, έστω και αν γνωρίζαμε ότι εκφράζει κυρίως το βαθύ ΠΑΣΟΚ. Οπως το ίδιο λέγαμε και στους καχύποπτους φίλους του ΠΑΣΟΚ που είχαν ενστάσεις για τον Θεοδωράκη. Κοιτούσαμε πάντα τον μεγάλο στόχο. Αυτόν της συγκρότησης ενός ισχυρού μεταρρυθμιστικού και προοδευτικού μπλοκ.

Εστω και με καθυστέρηση, Το Ποτάμι αποφάσισε να πει το μεγάλο «ναι» και να δώσει την περασμένη Τρίτη ένα πλαίσιο προτάσεων για τη συνεργασία με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Προφανώς και η πρόταση είχε αδυναμίες, ακόμα και λάθη. Ομως, δεν έπαυε να είναι μια προωθητική κίνηση, στην οποία αν υπήρχε πολιτική βούληση και διάθεση συνεννόησης, θα μπορούσε να βρεθεί κοινός τόπος. Με αλλαγές και διορθώσεις από την πλευρά της Φώφης Γεννηματά και των συμμάχων της. Επιλέχτηκε, ωστόσο, η μικρονοϊκή επιλογή. Και το παράδοξο είναι ότι η Γεννηματά, που έγινε αναπληρώτρια υπουργός Αμυνας του Αντώνη Σαμαρά και μάλιστα αμέσως μετά το μαύρο στην ΕΡΤ, εγκαλεί τον Σταύρο Θεοδωράκη ότι θέλει να γίνει υπουργός του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αν δεν είναι αυτό οξύμωρο, τότε τι είναι;

Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα για όσους πίστεψαν και δούλεψαν για αυτή την προσπάθεια, αλλά και για τον κόσμο της Κεντροαριστεράς και του προοδευτικού Κέντρου που βλέπει άλλη μια χαμένη πρωτοβουλία. Και είναι άδικο διότι πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, επιστήμονες και τεχνοκράτες με αναφορές στο κόμμα, συνέβαλαν καταλυτικά στην προσπάθεια που έγινε στο πλαίσιο της Επιτροπής Διαλόγου και Θέσεων για τις Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις αλλά και για να έρθουν οι δύο χώροι πιο κοντά.

Επειδή, όμως, η δημιουργία ενός μεγάλου εκσυγχρονιστικού μπλοκ δεν μπορεί να τελειώσει μόνο και μόνο διότι κάποιοι σκέφτονται με βάση την προσωπική τους επιβίωση, θα πρέπει τώρα, ΤΩΡΑ, να γίνει κάτι δραστικό και άμεσο. Οποιος στο ΠΑΣΟΚ επιθυμεί να ζει με τη νοσταλγία των μπαξέδων (όπου θα με ξανάβρεις, 3 του Σεπτέμβρη κ.λπ.) και με τα μνημόσυνα στο Καλέντζι, ας το κάνει. Είναι δικαίωμά του, άλλωστε. Οι υπόλοιποι τι θα κάνουν; Οσοι έχουν δώσει μάχες για τις μεταρρυθμίσεις και τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος τι θα πράξουν; Ιδίως τώρα που ο χρόνος τελειώνει –αν δεν έχει τελειώσει.

Δεν θέλω να κάνω αναφορές σε πρόσωπα για να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Ομως είναι προφανές ποιοι/ες είναι αυτοί που πρέπει να σταθούν, χωρίς άλλη καθυστέρηση, στο ύψος των περιστάσεων και να τολμήσουν.