Για πολλούς αιώνες, το ένδυμα ήταν ένδειξη της κοινωνικής τάξης αυτών που το φορούσαν. Η αλλαγή φορεσιάς, επισημαίνει ο γάλλος στοχαστής Ρολάν Μπαρτ, σημαίνει αλλαγή ύπαρξης και ταυτόχρονα τάξης, καθότι αυτά τα δύο συγχέονταν. Οι παρεξηγήσεις σε κωμωδίες όπως του Μαριβό στηρίζονταν συχνά πάνω σε αυτό το μοτίβο της αλλαγής τάξης, η μεταμόρφωση της Ελίζα Ντούλιτλ από ανθοπώλισσα σε κυρία καθηγητού, στο «Ωραία μου κυρία» του Τζορτζ Μπέρναρ Σο, δεν μπορούσε να γίνει μόνο με την ενδυμασία, προϋπέθετε την εκπαίδευση. Κι ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει στην άρνηση της γραβάτας για να αποδείξει, δήθεν, τον λαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής του ταυτότητας –ενώ επί της ουσίας είναι μια Ελίζα Ντούλιτλ, που θρονιάστηκε στο σαλόνι απροϋπόθετα, που θα ‘λεγε κι ο Ζακ Ντεριντά.

Κι ύστερα ήρθε η μόδα. Κι η αναπόφευκτη αριστερή κριτική, ότι αναπαράγει τις κοινωνικές διακρίσεις. Οχι, απαντούσε ο Μπαρτ (που προσέγγισε και μελέτησε το ένδυμα ως σύστημα, με την έννοια που ο Σοσίρ προσέγγισε τη γλώσσα) σε αυτή την προκατάληψη: «Η μόδα είναι θεσμός και κανείς δεν μπορεί να πιστέψει σήμερα ότι παράγει διάκριση: μόνο το ντεμοντέ είναι μια έννοια που παράγει διάκριση. Με άλλα λόγια, από μαζική σκοπιά, η μόδα γίνεται πάντα αντιληπτή μόνο μέσα από το αντίθετό της: η μόδα είναι η υγεία, είναι η ηθική, και το ντεμοντέ είναι απλώς η ασθένεια ή η διαστροφή της» (βλ. Roland Barthes, «Το μπλε είναι φέτος στη μόδα…», Πλέθρον, 2016).

Η μόδα είναι ένα από τα φετίχ και από τις σαφείς παραπομπές τής, συχνά ασαφούς, γαλλικής διανόησης: όλοι την υπολογίζουν. Μεταπολεμικά, τα επιτεύγματά της βρέθηκαν ανάμεσα σε δυο ονόματα-ορόσημα. Από τη μια ήταν η Κοκό Σανέλ, που εκπροσωπούσε τη λογική, τη διάρκεια, τη διάθεση να αρέσει χωρίς να ξαφνιάζει. Από την άλλη, ο «πατέρας της μίνι φούστας», Αντρέ Κουρέζ, ο φουτουριστής, αυτός που έραβε για το μέλλον, που έφτιαχνε το τρεντ του επόμενου αιώνα. Και στη μέση, πολλές προσωπικότητες, να πασχίζουν να εκφράσουν την κομψότητα, σε μια κοινωνία που εμπέδωνε βήμα βήμα τη γυναικεία χειραφέτηση ταυτόχρονα με τον πολλαπλασιασμό των ταυτοτήτων.

Η Σόνια Ρικιέλ (πέθανε προχθές, σε ηλικία 86 χρόνων) ήταν ανάμεσα σε εκείνες τις μορφές της μόδας που εργάστηκαν για το καλό γούστο. Κάτι πολύ παραπάνω: σκέφτηκε πώς θα διευρύνει την πρόσβαση στο σικ της χειραφετημένης γυναίκας με τα χαμηλά εισοδήματα. Το δικό της σικ (σε πλεκτά) ήταν συνώνυμο του εκδημοκρατισμού του υψηλού γούστου. Χάρη σ’ αυτή, το ρούχο έχασε μεν τη σπανιότητά του, έγινε όμως προσιτό (σε πολλαπλά αντίτυπα) στον πολύ κόσμο. Μετά τη Σόνια Ρικέλ ένα βήμα έμενε, και έγινε ως προανάκρουσμα της παγκοσμιοποίησης. Είναι το βήμα που επιτρέπει σε πλήθη, όπου γης, να διαβαίνουν την πόρτα του Zara, του Η&Μ, τόσων και τόσων επώνυμων του λαϊκού καλού γούστου. Εδώ όπου κατακτήθηκε το λαϊκό σικ συναντιόμαστε όλες και όλοι –και σε αυτό δεν χωρούν παρεξηγήσεις.