Πού πήγε ο Αύγουστος; Με τις βραδινές του βόλτες στην παραλία; Πού πήγε ο Αύγουστος με το κομμένο στη μέση καρπούζι, επιδεικτικά κρατημένο σαν έπαθλο στο ένα χέρι του πατέρα; Πού πήγε ο Αύγουστος με τις σαλάτες της ντομάτας, στις κουζίνες των τότε μονοκατοικιών μας, μαγικά να λάμπουν μέσα στο φως της πανσελήνου; Πού πήγε ο Αύγουστος, οι άνθρωποι πού μετακόμισαν; Τους είδα πριν από χρόνια, άλλους υπέργηρους, παχύσαρκους, σε κάτι ημιυπόγεια όπου το μισό μόνο παράθυρο έβλεπε στον δρόμο, να ανασαίνουν τόσο δύσκολα, λες και στην επόμενη ανάσα μπορεί και να άφηναν για πάντα τον κόσμο, και άλλους, στο λιμάνι του Πειραιά, τους πιο φτωχούς, δίπλα σε μαγαζάκια με σάμαλι θεόξερο, να ονειρεύονται διακοπές, ενώ οι πολλοί –στίφη –απέναντι έμπαζαν τα αυτοκίνητά τους στα πλοία. Αξύριστοι! Με κοιλιά αφύσικα μεγάλη. Με βερμούδες πολυφορεμένες και αερόσολα παπούτσια τραγικά άπλυτα, ενώ στις σκεπές των οχημάτων τους διέκρινες ποδήλατα με τους τροχούς προς τον ουρανό, φούρνους μικροκυμάτων και σαγιονάρες δεμένες με σύρμα.

Εφυγα, και κρατώντας στο μυαλό μου την τελευταία παραπάνω εικόνα θυμήθηκα τον στίχο του Τ.Σ. Ελιοτ από την «Ερημη χώρα» σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη: «Δεν το ‘χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς».

Στη στήλη «Μπιλιέτο» σημαντικά πρόσωπα σχολιάζουν μια λέξη από την επικαιρότητα.

Επιμέλεια Θανάσης Θ. Νιάρχος