Περί συνταγματικής αναθεωρήσεως κοινότοπες ερωτήσεις και αυτονόητες απαντήσεις. Εχουμε και λέμε:

1. Χρειάζονται όντως αλλαγές στον καταστατικό χάρτη της χώρας; Και αν ναι, γιατί; Και ποιες; Και πώς;

2. Στην ιεράρχηση των καταλυτικών προβλημάτων που ταλανίζουν την χώρα γονατίζοντας τον λαό, αυτό ιεραρχείται σήμερα ως προτεραιότητα;

3. Μήπως αντί γι’ αυτές αναπαραχθούν διχαστικές αναταράξεις κι επανεισπραχθούν υποτροπές;

Εν ολίγοις: Πόσο έτοιμο είναι το πολιτικό σύστημα, να συγκλίνει προς κοινές συντεταγμένες. Διότι εάν δεν, τότε όχι απλώς τίποτε δεν θα γίνει, αλλά:

α) Στην καλύτερη περίπτωση θα βρεθούμε μπροστά σε αδιέξοδες απόπειρες, που θ’ ακυρώνουν ακριβώς αυτό, που φυσιολογικά όλοι θα έπρεπε να επιθυμούν και να στοχοθετούν.

β) Στη χειρότερη, θα υποστούμε κάποια έωλα σύνδρομα! Τα οποία όλο αυτό το διάστημα διέπουν το πολιτικό σύστημα και το καθηλώνουν σε άγονη περιδίνηση. Με όλες τις συνέπειες, τις οποίες βιώνουν οι πολίτες ως αποσαθρωτικές δυναμικές.

Οτι λοιπόν υπάρχει ανάγκη θεσμικών αναθεωρήσεων και τομών στις συνταγματικές δομές, κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Και ότι πρέπει επιτέλους κάποιοι να θέσουν αυτά τα ζητήματα, είναι κατανοητό.

Αλλά: Τέτοια ζητήματα, που αποτελούν κορυφαίες εθνικές επιλογές, προαπαιτούν γενναιόφρονες υπερβάσεις και υπεύθυνες προσεγγίσεις από κάθε πλευρά του πολιτικού φάσματος. Πέρα και πάνω από ιδεοληπτικές αγκυλώσεις. Κι επομένως επιβάλλεται προ-συνεννόηση. Και προ-εργασία. Με μιαν εξίσου προ-αναζήτηση «κοινού τόπου». Κι αφού προσδιορισθούν επακριβώς οι τομές που θα επιχειρηθούν.

Μόνον υπό αυτές τις προϋποθέσεις είναι δυνατό ν’ αποδώσει ο επιζητούμενος ευρύς κοινωνικός διάλογος.

Ξέρουν όμως όλοι εκ προοιμίου, ότι: Εάν στο επίπεδο των κομματικών διεργασιών και αποφάσεων, δεν υπάρξουν ελάσσονες έστω συγκλίσεις, που να διαμορφώσουν όχι απλώς αναγκαίες συνθήκες, αλλά και τους ουσιώδεις πυλώνες αυτών των τομών, τίποτε δεν θα έχει προκύψει. Αντιθέτως μπορεί να υπάρξουν ακόμη και απευκταίες επιπλοκές. Οπόταν και: Σε τέτοια ζητήματα, οι πλειοψηφίες και μειοψηφίες δεν λειτουργούν με την συνήθη έννοια και την διαδικαστική ρουτίνα του «εγκρίνεται» ή «απορρίπτεται». Δεν είναι θέμα πλειοψηφιών, όπως αυτές αποτιμώνται όσον αφορά νομοσχέδια ή άλλες αποφάσεις, αλλά ζήτημα της ευρύτατης δυνατής συναινέσεως. Πρωταρχικά για να μην αφεθούν περιθώρια για έως και ρεβανσιστικές αντιδράσεις διαφωνούντων. Και δεύτερο, για να εμπεδώσουν κοινό σεβασμό σε κοινώς αποδεκτό συνταγματικό περιβάλλον. Που θα συγκροτείται από λειτουργικές δομές. Και θα διέπεται από ανανεωμένο πνεύμα. Δημιουργώντας νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο το εθνικό γίγνεσθαι θα μπορεί να λειτουργεί αποδοτικότερα. Με τις δημιουργικές του δυνατότητες ν’ ανατάσσονται, αντί να καθηλώνονται.