Tα δημοψηφίσματα είναι η ήττα αυτού που οι ένθερμοι υποστηρικτές τους διαφημίζουν ως την αυθεντικότερη έκφρασή του: της δημοκρατίας. Ο λόγος είναι απλός και τον υπέδειξε με ένα μείγμα αφέλειας και κυνισμού ο Πρωθυπουργός (ο οποίος γνωρίζει από πρώτο χέρι την παρωδιακή φύση τους): επιδέχονται μόνο δύο απαντήσεις, που αλληλοαποκλείονται και κάνουν αδύνατη τη σύνθεση απόψεων, αυτό δηλαδή που είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Τα δημοψηφίσματα για κρίσιμα θέματα τα διοργανώνουν πολιτικοί που είναι βέβαιοι ότι θα τα κερδίσουν. Θα εμφανιστούν κατόπιν ως εντολοδόχοι του λαού για μια στιγμιαία πολιτική κίνηση, που τα επακόλουθά της θα είναι όμως άγνωστα και ενδεχομένως ανεπιθύμητα από τον λαό. Αν παρ’ ελπίδα το δημοψήφισμα δεν τους βγει, υπάρχει είτε η δυνατότητα αυτού που περιγράφει η πολιτογραφημένη πλέον στη διεθνή ορολογία λέξη κωλοτούμπα («Κάν’ το όπως ο Τσίπρας», προτρέπουν τώρα τον Κάμερον) είτε η δυνατότητα ενός νέου δημοψηφίσματος, όπου ο λαός, κατάλληλα εκφοβισμένος ή κατόπιν εορτής διαφωτισμένος, θα ψηφίσει το αντίθετο από ό,τι πριν. Πολύ δημοκρατικά πράγματα…

Αυτή είναι, ας πούμε, μια τυπολογία των δημοψηφισμάτων και της διαχείρισης του αποτελέσματός τους, από μια σκοπιά από την οποία το δημοκρατικό πνεύμα εμφανίζεται σε όλες τις περιπτώσεις ηττημένο. Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος να δούμε τα δημοψηφίσματα, πιο αισιόδοξος, αν και όχι πολύ ρομαντικός. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο ζήτημα ιδεολογικών αρχών. Είναι επίσης, και πρωτίστως, ζήτημα ατομικών βιοτικών συμφερόντων. Ο «λαός», συναιρετική έκφραση για κοινωνικές τάξεις και πολιτισμικές ομάδες με λίγο – πολύ ωσμωτική σχέση και θεσμική ενότητα, απαντά σε ένα δημοψηφισματικό (όπως άλλωστε και σε ένα εκλογικό) δίλημμα έχοντας ως σταθερό πλαίσιο της σκέψης του τα ζωτικά συμφέροντά του. Μπορεί να σφάλει άγρια, να πάρει μια απόφαση που θα ζημιώσει σοβαρά αυτά τα συμφέροντα. Αλλά δεν θα πάρει μια απόφαση που θα τον καταστρέψει. Οι λαοί δεν αυτοκτονούν. Και όταν λέμε λαοί, εννοούμε τους ανθρώπους τους και τις ομάδες που σχηματίζουν, όχι εκείνη την υπερούσια κοινότητα που επικαλούνται οι εθνικιστές.

Εχει ενδιαφέρουν να συγκρίνουμε από αυτή την οπτική γωνία το πρόσφατο βρετανικό δημοψήφισμα και το περσινό δικό μας. Οι Βρετανοί (ακριβέστερα οι Αγγλοι και οι Ουαλοί), απαντώντας σε ένα σαφέστατο ερώτημα, ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μπορεί να έπεσαν θύματα χειραγώγησης και συνειδητής παραπλάνησης, μπορεί να μετάνιωσαν για την επιλογή τους, αλλά ό,τι και αν γίνει η ζωή τους δεν θα αλλάξει ριζικά. Στη χειρότερη περίπτωση, θα υποστεί απλώς κάποιες αβαρίες από την πτώση της στερλίνας και τις επιβαρύνσεις στις εμπορικές συναλλαγές με την ηπειρωτική Ευρώπη. Η Βρετανία θα παραμείνει μια δυτική κοινωνία του ύστερου αστικού κόσμου.

Οι Ελληνες κλήθηκαν πριν από έναν χρόνο να τοποθετηθούν απέναντι σε ένα δίλημμα παρουσιασμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να μη φαίνεται δίλημμα. Τους ζητήθηκε να εγκρίνουν ή να απορρίψουν (στην πραγματικότητα να απορρίψουν) κάτι δυσνόητο, που εξάλλου δεν υφίστατο πια, κάτι που ο καθένας αφέθηκε να ερμηνεύσει κατά το δοκούν και που πάντως η απόρριψή του δεν θα είχε, υποτίθεται, δραματικές συνέπειες για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, απεναντίας θα την ενίσχυε. Το 38% είδε τον κίνδυνο ενός Grexit. Το 62% είδε μια ευκαιρία να βγάλει εκ του (υποκειμενικά) ασφαλούς το άχτι του για την Ευρώπη της Μέρκελ και του Σόιμπλε, έτσι ψήφισε Οχι –την ίδια στιγμή που ένα ποσοστό 75% των Ελλήνων ήταν υπέρ της παραμονής στο ευρώ.

Καμία σχιζοφρένεια. Καμία αντίφαση. Κανένας ανορθολογισμός. Οι Ελληνες του Οχι είχαν αποδεχτεί εκ των προτέρων την κωλοτούμπα του Τσίπρα και το απέδειξαν εκ των υστέρων στις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Η Ελλάδα, πολύ περισσότερο από την Τουρκία ή τις βαλκανικές χώρες, είναι μια δυτική αστική κοινωνία στις επικίνδυνες παρυφές της Ανατολής και ως τέτοια ξέρει καλά ότι έξω από την Ευρώπη θα σβήσει.