«Αθάνατος τροφοδοτεί τον κόσμο με χαλκούνια» λέει ένας στίχος του ποιητή Κ. Χ. Μύρη κι είναι σαν να εικονογραφεί τις αναμνήσεις του καρδιοχειρουργού Σωτήρη Πράπα από τη μακρινή δεκαετία του ‘50. Πού να το φαντάζονταν οι εργάτες που απεικονίζονται στη σημερινή φωτογραφία ότι ο μόχθος τους, ο ιδρώτας τους, το ήθος τους, θα αποτιμούνταν εξήντα χρόνια μετά ως το απαραίτητο ελιξιριο για να ξανασταθεί στα πόδια της η ελληνική ζωή! Εζησα τα παιδικά μου χρόνια σε ένα μικρό χωριό της Θεσσαλίας, στους πρόποδες του Κισσάβου, από τη μεριά του Κάμπου. Κόσμος φερμένος από παντού. Οι περισσότεροι κατέβηκαν από το βουνό κι άλλοι ήρθαν από τη Ρούμελη και την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά και από τα μέρη της προσφυγιάς, την Ιωνία, τον Πόντο και την Ανατολική Ρωμυλία. Κόσμος που βίωσε τη λαίλαπα του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής, που έκρυψε στα υπόγεια των σπιτιών του Εβραίους της Λάρισας και είδε σπίτια να καίγονται από τους κατακτητές. Που είδε αργότερα αδέλφια να σπαράζονται σαν οι μισοί βγήκαν στο βουνό κι άλλοι μισοί έμειναν απέναντι. Και σαν πέρασε η μπόρα κι είπαν να φιλιώσουν ξανά, βρήκαν τα σπίτια τους ρημαγμένα, τα χωράφια τους χορταριασμένα και τις φαμίλιες τους στην πείνα και την ανέχεια. Εσκυψαν το κεφάλι ίσα και μόνο, όπως λέει ο ποιητής, για να προσκυνήσουν τους νεκρούς τους, κι ύστερα σήκωσαν τα μανίκια να ξαναχτίσουν τη ζωή τους.
Πρόλαβα κομμάτι από τα χρόνια αυτά της αναγέννησης. Τη δύναμη, τον ενθουσιασμό, τον ιδρώτα της καθημερινότητας στο μέτωπο των μεγαλυτέρων. Τότε που εμείς πρωτάκια του Δημοτικού με ένα πηλήκιο δύο φορές σαν το κεφάλι μας κι ένα κούτσουρο κάτω από τη μασχάλη –κάτι σαν ρεφενέ για να καίει η σόμπα στην τάξη –τραβούσαμε ασυνόδευτα για το σχολείο. Τότε που πίναμε γάλα σκόνη και τρώγαμε το κίτρινο στρατιωτικό τυρί της αμερικανικής βοήθειας σε ομαδικά συσσίτια στην αυλή του σχολείου. Που η μάνα μας, πιέζοντας δυνατά τα μάγουλά μας με το ένα χέρι, έβαζε με το άλλο βαθιά το κουτάλι με το ψαρόλαδο, με την απαίσια γεύση του, στον λαιμό μας σε μια αναγκαστική κατάποση. Για να δυναμώσουμε, για να ‘χουμε καλύτερα χρόνια από τη γενιά της, για να μην παιδευτούμε όσο εκείνοι. Και το έβλεπες αυτό το παίδεμα στην καθημερινή τους βιοπάλη. Στα λίγα στρέμματα γης, καλλιεργώντας τον καπνό, μαζεύοντας με τα χέρια τα στάχυα, πατώντας με τα πόδια τα σταφύλια στον τρύγο. Το ίδιο παίδεμα και μόχθο στα μικρομάγαζα του τσαγκάρη, του γανωτή, του πεταλωτή και του μηχανικού. Και πάνω στα γιαπιά, στα πρόσωπα των μαστόρων που αποτελούσαν τα συνεργεία.
Αχ, εκείνα τα συνεργεία! Πόσο τραβούσαν την προσοχή μου όταν στη διαδρομή από το σχολείο στο σπίτι έβλεπα τη διαδικασία από τα θεμέλια μέχρι το κλειδί. Να σκάβουν με τα χέρια τη μεγάλη τάφρο, να σφάζουν τον κόκορα του κοτετσιού στα εγκαίνια, να σταυροκοπιούνται μπροστά στον παπά του χωριού την ώρα της ευλογίας. Κι σιγά σιγά, χτίζοντας την πέτρα να υψώνουν τους τοίχους, να ορίζουν τους χώρους και να δίνουν σάρκα και οστά στο όνειρο του ιδιοκτήτη που περίμενε καρτερικά να βάλει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι, το δικό του και της φαμελιάς του. Κι ύστερα έφθανε η ώρα της σκεπής. Μια πραγματική τελετουργία. Σαν ο πρωτομάστορας έδινε το τελικό της σχήμα με τις γριντιές και τα καδρόνια να διασταυρώνονται σε όμορφα σχήματα, κατέφθαναν οι φίλοι, οι γείτονες και συγγενείς της οικογένειας για να προσφέρουν δώρα στους μαστόρους. Να τους ευχαριστήσουν για την όμορφη δουλειά που έκαναν, να ανταμείψουν κι εκείνοι τον κόπο τους. Κι ο πιο βροντόφωνος από το συνεργείο ανέβαινε στην κορυφή της σκεπής και ανεμίζοντας το δώρο –πετσέτα, εσώρουχο, πουκάμισο για τον πρωτομάστορα –ανταπέδιδε με ευαρέσκεια. «Καλώς όρισες και τον κύριο τάδε με το δώρο του. Το έφερε για την αγάπη του αφεντικού μας και φιλοδώρησε τους μαστόρους. Οσα λουλούδια στα βουνά, γεννήματα στους κάμπους, ψάρια του γιαλού και άμμο της θαλάσσης, τόσα καλά και αγαθά να του δίνει ο Θεός. Τον ευχαριστούμε για το δώρο του».
Το όμορφο αυτό στιγμιότυπο ολοκληρωνόταν για τους υπολοίπους της παρέας που χάζευε μαζί μου το τελετουργικό, στο σημείο αυτό. Για μένα ήταν γνωστή και η συνέχεια. Ο πατέρας και οι δύο θείοι μου –αδελφός και κουνιάδος –είχαν φτιάξει με άλλους οικοδόμους το δικό τους συνεργείο. Απολάμβανα, λοιπόν, από κοντά το «δεύτερο μέρος του έργου» καθώς ο πρωτομάστορας πατέρας μου οργάνωνε τη βραδιά της μοιρασιάς των δώρων. Σαν «δίκαιος Αριστείδης» μοίραζε ευλαβικά τα «αποκτημένα», προσπαθώντας να ισοφαρίζει κάτι ακριβό με δύο φτηνότερα, κληρώνοντας στη συνέχεια τα πακέτα στα μέλη του συνεργείου. Και μετά, σηκώνοντας πρώτος το ποτήρι στην υγεία όλων στο τσιμπούσι, να αρχίζει πρώτος το τραγούδι. «Βράχο, βράχο τον καημό μου…». Και βέβαια δεν έλειπαν οι πλάκες «που έκαιγαν» την αδρεναλίνη της μέρας και έφερναν το χαμόγελο. Οπως κάποτε, που ένας από αυτούς βούτηξε τον φελλό ενός μπουκαλιού στο μαυρισμένο λάδι του τηγανιού και το πρόσφερε σαν κομμάτι από λουκάνικο! Οι ίδιες σκηνές και στην ώρα του κολατσιού. Τότε, που διαλέγοντας έναν ίσκιο, έλυναν τους κόμπους από την πετσέτα που περιείχε τον «άρτον τον επιούσιον» και έπεφταν με βουλιμία στο περιεχόμενο –λίγο ψωμί, κάποιες ελιές, λίγο τυρί, καμιά ντομάτα. Κι ο πλανόδιος της περιοχής να τους προκαλεί περνώντας με το καροτσάκι που περιείχε τις καρυδόπιτες και τα γλυκίσματα. «Σάμαλι πολύ γλυκό, σάμαλι και σαν βαμβάκι». Μια μέρα τού άδειασαν το καρότσι. Εβαλαν στοίχημα με έναν καλοφαγά του συνεργείου ότι δεν μπορεί να φάει όλες τις καρυδόπιτες. Κι εκείνος, λες και ήταν νηστικός από τον πόλεμο, τα κατάφερε ο αθεόφοβος! Κείνες τις ώρες, έβγαινε καμιά φορά και μια φυσαρμόνικα ή ένα ακορντεόν που ομόρφαινε το διάλειμμα και μάζευε τριγύρω τη γειτονιά που απολάμβανε μαζί τους τη χαρά της δημιουργίας.
Τα χρόνια πέρασαν, τα συνεργεία και οι μηχανές άλλαξαν. Σκαπτικά, μπετονιέρες, γερανοί πήραν τον πρώτο ρόλο. Χάθηκαν οι εικόνες του χθες, «πέταξε» κι ο πατέρας στον ουρανό, μα οι μνήμες του μόχθου και του ιδρώτα του μένουν νωπές. Είναι ίσως αυτές που με κάνουν να νιώθω κι εγώ κάποιες φορές σαν πρωτομάστορας στο δικό μου συνεργείο. Που δεν χτίζει σπίτια, αλλά «επισκευάζει καρδούλες». Και είναι οι μνήμες του μόχθου του που οδηγούν τη στάση ζωής μου. Η ατσάλινη θέλησή του να υπερβεί τα αυτονόητα και να σκαλίζει την πέτρα με το ένα χέρι καθώς είχε χάσει το άλλο στον πόλεμο. Κι είναι κι εκείνη η δύναμη της ψυχής του για πρόοδο και δημιουργία, η μαστοριά και η ευρηματικότητά του, το πνεύμα ομαδικής δουλειάς, η εκτίμηση της προσφοράς όλων, ο σεβασμός και η αγάπη προς τα μέλη του συνεργείου του. Μαθήματα ζωής από μια γενιά ανθρώπων που ίσα που τέλειωσε το δημοτικό σχολείο. Χρήσιμα, φωτεινά και επίκαιρα. Από μια γενιά που με στέρηση, σκληρή δουλειά, εντιμότητα, αλληλεγγύη και αλληλοσεβασμό δημιούργησε την υγιή Ελλάδα που εμείς βρήκαμε. Αυτή, που στη συνέχεια ρίξαμε «άρρωστη στο κρεβάτι». Με τον εύκολο και άκοπο πλουτισμό, την κρίση των θεσμών, τις στρεβλές αντιλήψεις για υψηλά έσοδα χωρίς πολύ μόχθο και ιδρώτα, την ατομικότητα, τον άκρατο ανταγωνισμό, την αναξιοκρατία, την κακή συμπεριφορά και τη ζηλοφθονία. Αυτή την Ελλάδα έχουμε καθήκον να ξαναστήσουμε όρθια, λαμπρή και περήφανη. Παίρνοντας δύναμη και έμπνευση από το παράδειγμα εκείνων των συνεργείων.