Συγκινητικός οπωσδήποτε ο χριστιανικός συμβολισμός της χειρονομίας του Πάπα να πάρει μαζί του από τη Λέσβο δώδεκα πρόσφυγες. Αλλά πόση απήχηση θα έχει το μήνυμα; Ο αλτρουισμός είναι μια γενναία ατομική στάση, που δεν έχει ανάγκη από παραινέσεις. Αλλά ως προτροπή προς κοινωνίες λίγες πιθανότητες έχει να λειτουργήσει, όταν παραγνωρίζει την πραγματικότητά τους. Από την άλλη, το ευαγγελικό «αγάπα τον πλησίον σου» ακολουθείται από ένα «ως σεαυτόν». Και είναι ένα θέμα το πόσο αγαπάει τον εαυτό της μια εθισμένη στην αυτομαστίγωση Ευρώπη.

Η Ιστορία δεν θέτει τα διλήμματα που θέλουν οι ιδεολόγοι, του τύπου «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», τόσο εύκολο να απαντηθούν που δεν είναι διλήμματα. Το Προσφυγικό είναι ένα ζήτημα που βάζει πράγματι σε δοκιμασία τις ευρωπαϊκές συνειδήσεις, γιατί το δίλημμα δεν είναι ανάμεσα στον ανθρωπισμό και την απανθρωπιά αλλά ανάμεσα στον ανθρωπισμό ως ευσπλαχνία και τον ανθρωπισμό ως κώδικα αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που μπορεί να απειλούνται από μια χωρίς όρια και όρους ευσπλαχνία.

Η ηθικολογική προσέγγιση του προβλήματος, κυρίαρχη αυτή τη στιγμή στη συζήτηση, δεν είναι απλώς λάθος. Είναι σύμπτωμα των πολιτισμικών αδυναμιών της σημερινής Ευρώπης, που τόσο πολύ τη δυσκολεύουν να διαχειριστεί το πρόβλημα. Η ηθικολογία ευδοκιμεί εκεί όπου η ηθική έχει χάσει τα ερείσματά της στη ζωή. Είναι ένα σαπρόφυτο που αναπτύσσεται στο αποσυνθεμένο σώμα της ηθικής. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες έρχονται σε μια Ευρώπη που επικαλείται τις αρχές της έχοντας πάψει προ πολλού να αντλεί δύναμη από αυτές. Δεν είναι πια η γεμάτη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση Ευρώπη του 1970 ή και του 1990, με τις ανθηρές οικονομίες, το γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας, τα διευρυμένα δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά και τις πολυπολιτισμικές ψευδαισθήσεις της. Είναι μια Ευρώπη οικονομικά αβέβαιη και υποβαθμισμένη στον παγκόσμιο χάρτη, με υψηλή ανεργία, φυγόκεντρες, αν όχι διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικό της, πολιτισμικά γκέτο στις πόλεις της, ανασφαλείς πολίτες και μια Ακροδεξιά που τη ραγδαία άνοδό της οι επίσημες πολιτικές όχι μόνο δεν μπορούν να αναχαιτίσουν αλλά άθελά τους την υποβοηθούν.

Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αντιλαμβάνονται αυτά τα συμπτώματα ευρωπαϊκής εξάντλησης. Και, όπως είναι φυσικό, προσπαθούν να τα εκμεταλλευτούν. Θα ήταν αδιανόητο πριν από είκοσι ή και δέκα χρόνια οποιοιδήποτε πρόσφυγες ή μετανάστες να φωνάζουν επίμονα, επιτακτικά και θυμωμένα «Open the borders», απαιτώντας να κινηθούν χωρίς όρους στην Ευρώπη και να εγκατασταθούν όπου θέλουν. Θα ήταν αδιανόητο να κλείνουν δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές, ζημιώνοντας την οικονομία της χώρας που τους ανέχεται και περιφρονώντας τα δικαιώματα των κατοίκων της. Oπως αδιανόητο θα ήταν να διαδηλώνει μια μουσουλμάνα μαθήτρια με τον πιο επιδεικτικό τρόπο την πολιτισμική διαφορετικότητά της στην παρέλαση για την εθνική επέτειο της χώρας που την υποδέχτηκε. Oλα αυτά και πολλά άλλα, ακόμη χειρότερα, υποδηλώνουν ένα αίσθημα υπεροχής απέναντι σε μια Ευρώπη που δεν φαίνεται πια ικανή να εμπνεύσει σεβασμό. Την πιο πρόσφατη και ηχηρή απόδειξη αυτού, που είναι βέβαιο ότι δεν διέφυγε την προσοχή κανενός μετανάστη ή πρόσφυγα, είτε ζει στην Ευρώπη είτε βροντοχτυπάει την πόρτα της, φρόντισε να τη δώσει η ισχυρότερη πολιτικός της Ευρωπαϊκής Eνωσης, που υποτάχτηκε στην αξίωση του αυθέντη του Βοσπόρου να έχει λόγο για τα όρια της σάτιρας στη χώρα της.

Η αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες είναι πολύ αξιέπαινη, ίσως ακόμη πιο αξιέπαινη επειδή οι ίδιοι δεν δείχνουν να έχουν και πολλή μεταξύ τους. Αλλά όσο συγκινητικός είναι ο αυθόρμητος χαρακτήρας της (όταν είναι πράγματι αυθόρμητος) τόσο εύθραυστη την κάνει. Οι διαθέσεις μπορούν εύκολα να αλλάξουν, αν η συμπάθεια προς τον αδύναμο τον κάνει να αισθάνεται πως ο αδύναμος βρίσκεται στην άλλη πλευρά. Αν συμβεί αυτό, οι δώδεκα απόστολοι του Πάπα θα βρουν πολύ λιγότερα ευήκοα ώτα σε ένα μελλοντικό κήρυγμά τους για αδελφοσύνη από ό,τι τα βιβλικά αρχέτυπά τους.