Ο εχθρός του μύθου δεν είναι η πραγματικότητα. Αυτή είναι συνήθως πολύ πεζή και άχαρη για να εξουδετερώσει την έλξη μιας γοητευτικής και παραμυθητικής αφήγησης. Ολοι οι άνθρωποι, ποιος λίγο ποιος πολύ, έχουν την τάση να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τη συγγραφική υπόδειξη του Μαρκ Τουέιν: μην αφήνεις την αλήθεια να σου χαλάσει μια όμορφη ιστορία.

Ο εχθρός του μύθου είναι η εγγύτητα: η διάβαση του κρίσιμου εκείνου ορίου πέρα από το οποίο ο μύθος δεν μπορεί πια να βασίζεται στην προστασία της απόστασης για να διατηρεί την πειστικότητά του, για να φτάνουν σ’ αυτόν τα κύματα της πραγματικότητας τόσο εξασθενημένα, τόσο ξεθυμασμένα ώστε να μη μπορούν να τον κλονίσουν.

Αυτή η κρίσιμη προστατευτική απόσταση ορίζεται από το είδος και τη βαρύτητα των ανθρώπινων βιωμάτων. Εξαρτάται από το αν ένας μύθος, για παράδειγμα ένας πολιτικός μύθος ή ένα μυθοποιημένο δημόσιο πρόσωπο, κρατιέται αρκετά μακριά από την καθημερινή εμπειρία των πιστών του ώστε να μη την επηρεάζει υπερβολικά, κινδυνεύοντας έτσι να διαψεύσει την πίστη τους. Η πραγματικότητα του σταλινισμού ήταν μπροστά στα μάτια των κομμουνιστών διανοουμένων της Δύσης, όταν γίνονταν οι δίκες της Μόσχας. Αλλά ήταν τόσο μακρινή και είχε τόσο μικρή σχέση με τη δική τους πραγματικότητα ώστε εύκολα μπορούσαν να την αγνοήσουν ή να την παραφράσουν με τρόπο ανακουφιστικό. Αλλιώς βέβαια τη βίωναν οι διανοούμενοι, κομμουνιστές ή μη, στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε έναν μύθο που στην Ελλάδα έχει ήδη καταρρεύσει, αποκαρδιώνοντας σε βαθμό υπαρξιακού τραύματος τους έλληνες αριστερούς που τον πίστεψαν. Εξω όμως, στον χώρο της αντισυστημικής ευρωπαϊκής Αριστεράς, φαίνεται πως αντέχει ακόμη. Δεν είναι μόνο το Podemos του Πάμπλο Ιγκλέσιας, οι Εργατικοί του Τζέρεμι Κόρμπιν και άλλα, μικρότερης απήχησης πολιτικά σχήματα σε άλλες χώρες. Οχι λίγοι διανοούμενοι και δημοσιογράφοι μεγάλων εντύπων εξακολουθούν να εκφράζονται με ευμένεια για τον ΣΥΡΙΖΑ, έστω και χωρίς τον περσινό ενθουσιασμό. Ακόμη και απλοί πολίτες, χωρίς μάλιστα ακραίες πολιτικές απόψεις, τον βλέπουν με συμπάθεια, η οποία κινείται ανάμεσα στη συμπόνια για έναν εξεγερμένο ρομαντικό που νικήθηκε από την αδυσώπητη πραγματικότητα (σαν τον Κεμάλ στο τραγούδι του Χατζιδάκι) και στις προσευχές για έναν τορπιλισμένο ναυαγό που παλεύει με τα άγρια κύματα.

Από τη σκοπιά της ελληνικής εμπειρίας αυτό προκαλεί απορία. Τι το συμπαθητικό μπορεί να βρει κανείς στη (μη) πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, στην καθημερινή κυβερνητική πρακτική του, στη συμπεριφορά των προσώπων που του δίνουν τον τόνο; Με βάση όμως όσα είπαμε πιο πάνω, το φαινόμενο δεν είναι παράξενο. Οι αριστεροί συν-Ευρωπαίοι μας συμπαθούν αυτό που δεν γνωρίζουν και δεν τους επηρεάζει άμεσα. Δεν ζουν τις συνέπειες της πρωτοφανούς διαχειριστικής ανικανότητας, της ιδεοληπτικής μιζέριας, της προκλητικής ευνοιοκρατίας, της αυτάρεσκης αμάθειας που δυναστεύουν τη δική μας ζωή. Γι’ αυτούς ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα, μαδημένο, τσουρουφλισμένο, αλλά ηρωικό, αν όχι και ελπιδοφόρο. Η απόσταση τους επιτρέπει να ζουν αδιατάρακτα τον μύθο τους –στον κόσμο της φαντασίας τους.

Θα πει κανείς: τι σημασία έχει το τι αισθάνεται και τι φρονεί για τον ΣΥΡΙΖΑ ο Ιγκλέσιας, ο Κόρμπιν, ο τάδε ξένος φιλόσοφος ή ο δείνα ξένος δημοσιογράφος; Καμιά σημασία δεν έχει. Εκτός για εκείνους που θα ήθελαν να δουν επιτέλους στην Ευρώπη μια Αριστερά με φρέσκιες ιδέες που να πατάει γερά στην πραγματικότητα για να την αλλάξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ χαιρετίστηκε από πολλούς ως ένα ιστορικό πείραμα, ως έφοδος εναντίον της ασφυκτικής νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας από την πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη αριστερή κυβέρνηση στη μεταπολεμική Ευρώπη. Το πείραμα απέτυχε, αλλά η ευρωπαϊκή Αριστερά φαίνεται εξίσου ανίκανη με την ελληνική να καταλάβει ότι η αιτία δεν είναι μόνο «ο συσχετισμός δυνάμεων», είναι και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δικής της «δύναμης». Λιάζεται στον ήλιο του μύθου της, κρατώντας τον πάντοτε σε απόσταση ασφαλείας από την πραγματικότητα.