Η «πρώτη φορά Αριστερά» ήταν η πρώτη κυβέρνηση που συνέδεσε απευθείας την εξωτερική πολιτική με το Μνημόνιο. Στον βωμό της «πολιτικής διαπραγμάτευσης» τα έβαλε όλα στο μίξερ: κυβερνητική σταθερότητα, κυρώσεις κατά της Ρωσίας, τζιχαντιστές, δανειστές, Μνημόνιο.

Η κυβέρνηση έπαιζε κάθε φορά με τη φωτιά. Αλλοτε απειλώντας τους ευρωπαίους εταίρους και άλλοτε επιζητώντας απλώς την προσοχή τους διά του εκκεντρισμού. Ο ανομολόγητος στόχος ήταν να εξασφαλιστούν ανταλλάγματα που συνδέονταν με το πρόγραμμα.

Τότε υποτίθεται ότι η φιλορωσική παντιέρα της κυβέρνησης θα τρόμαζε τους Ευρωπαίους. Τώρα το κλείσιμο των συνόρων δίνει στην κυβέρνηση τον ιδανικό ρόλο του θύματος που είναι έτοιμο να ζητήσει χαλάρωση της αξιολόγησης προκειμένου να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση που θα σημάνει ο εγκλωβισμός χιλιάδων στο έδαφός της.

Το πρόβλημα είναι ότι το Προσφυγικό έχει βγάλει ήδη όλους τους σκελετούς των εθνικών θεμάτων από την ντουλάπα: Κυπριακό, ελληνοτουρκικές σχέσεις και Αιγαίο, ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την ΠΓΔΜ, επανέρχονται μέσω του Προσφυγικού. Ή, μάλλον, ως φαντάσματα που εκδικούνται επειδή έχουν μείνει φαντάσματα. Υπάρχει στ’ αλήθεια κάποιος που να πιστεύει ότι οι Σκοπιανοί θα συμμαχούσαν τόσο εύκολα με τους Αυστριακούς αν είχαμε κλείσει την εκκρεμότητα της ονομασίας;

Η ευρωπαϊκή διαχείριση της προσφυγικής κρίσης θα αναγκάσει τη χώρα να δει κατάματα πολλά από αυτά τα φαντάσματα τους επόμενους μήνες. Τούτων δοθέντων, η αρχική ιδέα του Αλέξη Τσίπρα να συνδέσει την αξιολόγηση με το Προσφυγικό –ιδέα που δεν περπάτησε, αλλά φαίνεται ότι επανέρχεται –ίσως να είναι η συνταγή της καταστροφής.

Δεν είναι τυχαίες οι διαρροές από κύκλους των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών που φέρουν την Ανγκελα Μέρκελ να σκέφτεται να συνδέσει το Προσφυγικό με την αξιολόγηση. Ούτε η συγκατάβαση με την οποία υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη μιλούσαν δημοσίως τις τελευταίες εβδομάδες για το κλείσιμο των συνόρων.

Η διασύνδεση των δύο θεμάτων μπορεί να είναι σωτήρια για τον Πρωθυπουργό. Να δίνει δηλαδή ανάσα σε μια κυβέρνηση που παραπαίει και πιέζεται από παντού. Ωστόσο, ό,τι είναι σωτήριο για τον Πρωθυπουργό δεν είναι απαραίτητα σωτήριο και για τη χώρα, παρότι ο ίδιος επιχειρεί να δώσει εθνικούς όρους στο βέτο που επισείει ως απειλή έναντι των Ευρωπαίων.

Δεν αποκλείεται, λοιπόν, οι θεσμοί να κάνουν τα στραβά μάτια για κάποιες από τις απαιτήσεις της λίστας τους. Τότε, ποιος θα υλοποιήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και πότε; Ενώ η κυβέρνηση θα παίρνει παράταση για να υπονομεύσει ακόμη περισσότερο το πρόγραμμα, του οποίου δηλώνει προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν έχει την «ιδιοκτησία», η σημερινή αβεβαιότητα θα παρατείνεται.

Η χώρα θα μοιάζει με ουδέτερη ζώνη στις παρυφές της Νότιας Ευρώπης, μια «ειδική περίπτωση». Στο μεταξύ, θα έχει διαλυθεί και ό,τι απέμεινε από το brand name της για τη βαριά βιομηχανία, που είναι ο τουρισμός. Πόσος καιρός θα χρειαστεί, άραγε, για να αποκατασταθεί η εικόνα της χώρας και ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες;

Λεπτομέρειες για μια κυβέρνηση που μπορεί να μη λειτούργησε ακριβώς ως «γραφείο ταξιδίων» –όπως την έψεξε ο αυστριακός καγκελάριος –αλλά σίγουρα κυβερνά ως γραφείο συμψηφισμών.