«Non fiori ma opere di bene» πληροφορεί η αναγγελία της νεκρώσιμης ακολουθίας που θα ελάμβανε χώρα στις 17 Δεκεμβρίου 2015 στην Πιστόια για τον κόντε Λίτσιο Τζέλι. «Δώστε χρήματα σε πράξεις ελεημοσύνης και όχι σε στεφάνια» θα μεταφράζαμε κάπως ελεύθερα στην ελληνική γλώσσα. Τι τρυφερή παράκληση ομολογουμένως, για έναν άνθρωπο που πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να βρεις μια σκοτεινή σελίδα της σύγχρονης ιταλικής Ιστορίας στην οποία να μην πρωταγωνίστησε. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 στην ηγεσία της διαβόητης μασονικής στοάς P2 (Propaganda 2), ο Λίτσιο Τζέλι θα υπηρετήσει με χαρακτηριστική συνέπεια τον βρώμικο δρόμο που από τη νιότη του είχε χαράξει. «Γεννήθηκα και θα πεθάνω φασίστας» δήλωνε, υπέργηρος πλέον, σε τηλεοπτική του συνέντευξη στη RAI και μάλλον, ως συνήθως συμβαίνει με τους κυνικούς, τους αμετανόητους και τους αμετανόητα κυνικούς, δεν κορόιδευε κανέναν (το βίντεο στο YouTube από την κηδεία του Νίκου Ντερτιλή θα πείσει νομίζω και τον πλέον δύσπιστο ως προς τούτο).

Κωδική ονομασία

Κόκκινη Προβιά

Γεννημένος στις 21 Απριλίου (!) 1919 στην Τοσκάνη ο Τζέλι υπήρξε δημιούργημα μιας εποχής σημαδεμένης από το μίσος και τον φόβο για τον κομμουνισμό. H συνωμοτική του δραστηριότητα μέσα από μασονική στοά της οποίας ηγήθηκε δεν συνιστούσε βέβαια κάτι το καινοφανές, δεδομένου ότι στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες συγκροτήθηκαν παρακρατικά δίκτυα προκειμένου να «παρέμβουν» δυναμικά, για να το πούμε κομψά, στην περίπτωση σοβιετικής εισβολής είτε στην περίπτωση απλώς που τα πράγματα «πήγαιναν στραβά» και η εξουσία περνούσε στα χέρια της Αριστεράς. Στην Ελλάδα το σχέδιο αυτό πήρε την κωδική ονομασία Κόκκινη Προβιά και προετοίμασε το έδαφος για το απριλιανό πραξικόπημα, στηρίζοντας μια συστηματική προσπάθεια αποδόμησης του δημοκρατικού (με όλες του τις αδυναμίες, τις ιδιομορφίες και τους περιορισμούς του) καθεστώτος τα χρόνια που προηγήθηκαν. Στην Ιταλία των «σκοτεινών χρόνων» που ακολούθησαν τη ριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού και εργατικού κινήματος στα μέσα της δεκαετίας του ’60, η P2 διαδραμάτισε ρόλο ως βασικός βραχίονας στην εμπέδωση συνθηκών γενικευμένης αποσταθεροποίησης της πολιτικής ζωής. Η υλοποίηση της «στρατηγικής της έντασης» (strategia della tensione) υπήρξε κατ’ εξοχήν δουλειά της P2 και στα κρίσιμα χρόνια του ’70 ο Λίτσιο Τζέλι, ως ιθύνων νους της, βρέθηκε στο επίκεντρο των πιο συνταρακτικών στιγμών της σύγχρονης ιταλικής Ιστορίας, όπως ήταν η απαγωγή και δολοφονία του Aλντο Μόρο (1978), το αποτυχημένο πραξικόπημα του ακροδεξιού Μαύρου Πρίγκιπα Βαλέριο Μποργκέζε (1970) ή η έκρηξη στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια τον Αύγουστο του 1980 που στοίχισε τη ζωή σε ογδόντα πέντε άτομα, ενώ άφησε πίσω της εκατοντάδες τραυματίες. Το κάδρο συμπληρώνει η εμπλοκή του Τζέλι σε λιγότερο εκκωφαντικές υποθέσεις όπως η επιχείρηση «καθαρά χέρια» που σήμανε το τέλος των πανίσχυρων έως τότε πολιτικών κομμάτων και η κατάρρευση της τράπεζας Banco Ambrosiano, εξέλιξη που οδήγησε τον Μάρτιο του 1981 στην αποκάλυψη της P2 και στη δημοσιοποίηση της λίστας με τα 962 μέλη της, ανήκοντα όλα τους στην πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας, με αποτέλεσμα τον ουσιαστικό τερματισμό της έως τότε συνωμοτικής της δραστηριότητας.

Ενα συμπληρωματικό ερώτημα

Σε προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε θέσει το ερώτημα αν όλα «λέγονται» ή αν μια κάποιας μορφής (αυτο-)λογοκρισία δικαιολογείται στις σύγχρονες κοινωνίες, δεδομένου ότι υπάρχουν εκείνα που «δεν λέγονται». Η περίπτωση του Λίτσιο Τζέλι θέτει εκ των πραγμάτων ένα συμπληρωματικό ερώτημα: αν όλα μπορούν να λεχθούν, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή και με ποιον τρόπο; Παραφράζοντας τον Αλμπέρ Καμί που υποστήριζε ότι «καλύτερος τρόπος για να κάνεις φιλοσοφία είναι γράφοντας ένα μυθιστόρημα», θα λέγαμε ότι η μυθιστορηματική καταγραφή των ιστορικών γεγονότων αποτελεί κάποιες φορές τη βέλτιστη επιλογή, ιδίως σε περιπτώσεις «δύσκολες» που η «πραγματική» ιστορία, όσο μπορεί να υπάρξει τέτοια στο μετανεωτερικό περιβάλλον του άκρατου σχετικισμού και των πολλαπλών παράλληλων, προσωπικών «ιστοριών», είναι τόσο έντονα διαμορφωμένη από συνωμοσίες, ραδιουργίες και πλεκτάνες μυστικών υπηρεσιών, που δυσκολεύεται ακόμη και ο πιο έμπειρος ιστορικός να την ξεδιαλύνει από ό,τι θα αποκαλούσαμε «παρα-ιστορία». Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να εκπλήσσει που ο Ουμπέρτο Εκο στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Φύλλο μηδέν» επιλέγει να καταπιαστεί με την ταραχώδη εξέλιξη της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας του χρησιμοποιώντας την ως εφαλτήριο προκειμένου να διαχειριστεί, με τον δικό του suis generis τρόπο, καίρια φιλοσοφικά αλλά και πολιτικής υφής ερωτήματα. Οπως και το γεγονός ότι το βιβλίο άρχισε να γράφεται το 1994, κατόπιν εγκαταλείφθηκε για να ολοκληρωθεί μόλις τα τελευταία χρόνια.

Ο Μουσολίνι και οι σωσίες του

Στο «Φύλλο μηδέν» ο Εκο μάς μεταφέρει στο Μιλάνο την άνοιξη του 1992, έτος που όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «προοιωνίστηκε πολλά μυστήρια και απερισκεψίες των επόμενων είκοσι ετών», τις οποίες δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε γνωρίζοντας καλά τα κατοπινά έργα και τις ημέρες του μπερλουσκονισμού. Στα γραφεία μιας υπό έκδοση εφημερίδας, του «Domani» («Αύριο»), ο συστηματικά looser πρωταγωνιστής του βιβλίου λαμβάνει μέρος σε μια περίεργη προσπάθεια: μια ομάδα ανυποψίαστων «δημοσιογράφων» δουλεύει πάνω στο στήσιμο της εφημερίδας, η οποία όμως δεν πρόκειται ποτέ να κυκλοφορήσει. Στόχος του ιδιοκτήτη της είναι να διαρρεύσουν έντεχνα τα άρθρα των δοκιμαστικών φύλλων (ή Φύλλων Μηδέν όπως λέγονται στη δημοσιογραφική λανγκάζ) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός πίεσης και να εκβιάσει τους «κατάλληλους» ανθρώπους ώστε να αποκομίσει οικονομικά οφέλη και πρόσβαση στους μηχανισμούς εξουσίας. Πίσω από την ιστορία αυτή την οποία ο Εκο χειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία πραγματοποιώντας ευφυή σχόλια πάνω στη δημιουργία της είδησης («δεν φτιάχνουν οι ειδήσεις την εφημερίδα, η εφημερίδα φτιάχνει τις ειδήσεις», μας θυμίζει), ξεδιπλώνεται μια «αιρετική» (;) αφήγηση της μεταπολεμικής Ιστορίας της Ιταλίας, η οποία στο βιβλίο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας που έχει πραγματοποιήσει ένας εμφανώς διαταραγμένος –εραστής της συνωμοσιολογίας –δημοσιογράφος του «Domani». Σύμφωνα με αυτήν, ο Μουσολίνι δεν εκτελέστηκε ποτέ από τους παρτιζάνους, καθώς για τη σωτηρία του δικτάτορα «χρησιμοποιήθηκε» κάποιος σωσίας του∙ αντιθέτως φυγαδεύτηκε στην Αργεντινή ή έζησε εν κρυπτώ στα δαιδαλώδη κτίρια του Βατικανού, όπου επί χρόνια προετοιμαζόταν η θριαμβευτική επιστροφή του την κατάλληλη στιγμή. Η επιστροφή αυτή υποστηρίζεται πως ήταν κομβικής σημασίας για την επιτυχία του σχεδίου Stay-Behind στην ιταλική εκδοχή του, γύρω από το οποίο ο Εκο πλάθει (ή πιο σωστά, αναπλάθει) όλες τις θεωρίες που μάλλον είναι οικείες στον ιταλό αναγνώστη, κάποιες από αυτές πιθανόν και στον ενημερωμένο Ελληνα, όπως εκείνες που αφορούν τη διασύνδεση των ιταλών νεοφασιστών –επίδοξων πραξικοπηματιών –με το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου.

Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Συμπεράσματα

Παραδείγματα «επαγγελματικής» διαχείρισης της είδησης

Το «Φύλλο μηδέν» είναι ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, αρκετά διαφορετικό ωστόσο σε σχέση με ό,τι έως τώρα μας έχει συνηθίσει ο σπουδαίος ιταλός συγγραφέας, σε βαθμό που πλείστα ιταλικά blog διερωτώνται σε κριτικές τους αν όντως το βιβλίο γράφτηκε από τον ίδιο άνθρωπο που συνέγραψε το «Ονομα του Ρόδου» ή από κάποιον ghost writer (μα, ερωτική ιστορία Professore;). Εύκολο στην ανάγνωση, όχι ιδιαίτερα μεγάλο, χωρίς να απαιτεί υψηλή διανοητική συγκέντρωση και με μετάφραση για σεμινάριο από την Εφη Καλλιφατίδη, εκκινεί από την καθοριστική θέση που διαδραματίζουν τα ΜΜΕ στις σύγχρονες κοινωνίες παρουσιάζοντας – κάποιες φορές, σε σημείο υπερβολής είναι η αλήθεια – παραδείγματα «επαγγελματικής» διαχείρισης της είδησης προκειμένου να οδηγηθεί ο αναγνώστης στο επιθυμητό για τον δημοσιογράφο και την ιδιοκτησία συμπέρασμα. Με άλλα λόγια μπορεί να εκληφθεί, όπως γλυκόπικρα επισημαίνεται στο βιβλίο, ως «ένα τέλειο εγχειρίδιο κακής δημοσιογραφίας». Επιπρόσθετα, για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν μια εικόνα της ιταλικής μεταπολεμικής Ιστορίας, το βιβλίο είναι ένα καλό ανάγνωσμα, φαντάζει μάλιστα απαραίτητο συμπλήρωμα της ταινίας «Il Divo» του Πάολο Σορεντίνο, ο δε Λίτσιο Τζέλι που πρόσφατα μας άφησε, κουβαλάει εμφανώς κάτι από τη σκοτεινή εικόνα του Τζούλιο Αντρεότι, του έτερου μεγάλου μάστορα της ραδιουργίας, όπως τον υποδύθηκε με τη γνωστή υποκριτική αρτιότητά του ο Τόνι Σερβίλο. Πόσο τρυφερή πράγματι φαντάζει η προτροπή της οικογενείας του να δοθούν αντί στεφάνων χρήματα σε καλές πράξεις, στη μνήμη ενός ανθρώπου για τον οποίο ισχύει ό,τι ο Εκο αναφέρει ως το πραγματικά δολοφονικό χιούμορ κάποιου μαέστρου για έναν μουσικό που μάλλον δεν συμπαθούσε καθόλου: «Στο είδος του ήταν τέλειος. Μόνο που το είδος του ήταν σκατά».

Umberto Eco

Φύλλο μηδέν

Μτφ: Εφη Καλλιφατίδη

Εκδ. Ψυχογιός 2015,

Σελ. 248

Τιμή: 14,40 ευρώ