Δηµήτρης Λιγνάδης
Σκηνοθετεί: «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, Pantheon (τον Απρίλιο)
Ερμηνεύει: «Ριχάρδος Γ’», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, Εθνικό Θέατρο
«Σκηνοθετώ ως ηθοποιός, παίζω ως σκηνοθέτης»
«Είναι ένας διπλός ρόλος που πρέπει να τον παίξουμε καλά, είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης. Χρειάζεται οπωσδήποτε μεγάλη ψυχραιμία, επειδή αλλιώς είναι σαν να παίζεις σκάκι με τον εαυτό σου. Χρειάζεται να μπορεί ο ένας ρόλος να υποχωρεί υπέρ του άλλου. Είναι σαν μια στιχομυθία επί σκηνής. Από την άλλη πλευρά, με κάποιον τρόπο έχεις λίγο περισσότερο τον έλεγχο των πραγμάτων. Για τον διπλό ρόλο του ηθοποιού και σκηνοθέτη, εγώ σκηνοθετώ ως ηθοποιός και παίζω ως σκηνοθέτης. Αυτό κάποτε είναι καλό και άλλες φορές καταστροφικό. Και πάντως κάτι που προκύπτει. Εννοώ ότι προκύπτει συνήθως η επιθυμία να σκηνοθετήσω ένα έργο στο οποίο και θα παίζω. Η αλήθεια είναι ότι αν είσαι πολλά χρόνια ηθοποιός, αποκτάς ασυνείδητα μια μεγαλύτερη εποπτεία. Δεν στέκεσαι μόνο στον ρόλο, δεν βλέπεις μόνο το δέντρο αλλά το δάσος, που είναι η παράσταση. Αν αυτή την εποπτεία θέλεις να την κάνεις και δημιουργία, τότε γίνεσαι σκηνοθέτης. Δεχόμαστε, όμως, να μας σκηνοθετήσει κάποιος άλλος επειδή τον πιστεύουμε, και θέλουμε να σκηνοθετηθούμε επειδή είμαστε ηθοποιοί. Αν θέλεις να παίξεις μέσα στο γήπεδο για να κάνεις τον προπονητή, τότε μην πας. Γίνε προπονητής. Αυτό νομίζω διατρανώθηκε με τον “Ριχάρδο Γ'” και τη σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά».
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνοθετεί: «Για όνομα», θέατρο Αλίκη
Ερμηνεύει (και σκηνοθετεί):«Ο θεός της σφαγής» της Γιασμίνα Ρεζά, Θέατρο Αθηνών
«Και ο ηθοποιός είναι δημιουργός»
«Είναι δύο διαφορετικές δραστηριότητες μέσα στην ίδια τέχνη, αλλά πολύ κοντινές. Ώς έναν βαθμό η μια είναι παρεπόμενο της άλλης. Δεν έχουν όλοι οι ηθοποιοί την επιθυμία ή τη φιλοδοξία να πουν μια ιστορία συνολικά, να οργανώσουν πλήρως ένα σύμπαν όπως κάνει η σκηνοθεσία. Και πολλές φορές εξαιρετικοί και σημαντικοί πρωταγωνιστές δεν έχουν εκφράσει καν την επιθυμία να περάσουν στη σκηνοθεσία. Από την άλλη, σχεδόν όλοι οι σκηνοθέτες που γνωρίζουμε στην Ελλάδα και σεβόμαστε έχουν υπάρξει στην πορεία τους ηθοποιοί. Με πρώτο και κορυφαίο παράδειγμα τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Στην πραγματικότητα, η δυσκολία είναι όταν κάποιος παίζει και σκηνοθετεί στην ίδια παράσταση. Οταν μιλάμε για μια παράσταση όπου σκηνοθετείς και μια άλλη όπου ερμηνεύεις έναν ρόλο, πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικούς και διακριτούς ρόλους. Προσωπικά θεωρώ ότι το τελικό αποτέλεσμα σε οποιαδήποτε περίπτωση είναι μια διαδικασία συνδημιουργίας, όπου προφανώς ο σκηνοθέτης κάνει τις αρχικές επιλογές και παίρνει τις τελικές αποφάσεις. Αλλά η διαδικασία συνδημιουργίας είναι αυτή των προβών. Αυτό το αισθανόμουν από την πρώτη μέρα που ξεκίνησα να παίζω θέατρο. Ο ηθοποιός είναι ένας δημιουργός που κατά τη διάρκεια της πρόβας είναι συνδημιουργός μαζί με τον σκηνοθέτη, τον σκηνογράφο, τον ενδυματολόγο. Δεν έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου ως ηθοποιός έναν σκηνοθέτη ο οποίος θέλει στρατιωτάκια ή ανέμπνευστες προσωπικότητες, υπάκουους εργάτες ενός συγκεκριμένου οράματος».
Ακύλλας Καραζήσης
Σκηνοθετεί (και ερμηνεύει): «Νουάρ», πάνω σε κείμενα της Πατρίτσια Χάισμιθ, θέατρο Πόρτα (μαζί με τον Νίκο Χατζόπουλο, τον Μάρτιο)
«Χρειάζεταιχειραφετημένησυνεργασία»
«Το να δίνεις και να ακούς οδηγίες, έτσι κι αλλιώς, είναι και τα δύο δυσάρεστα πράγματα. Το θέμα είναι να ξεφύγεις από αυτό και στις δύο περιπτώσεις. Ως ηθοποιός να μην ακούς μόνο οδηγίες και ως σκηνοθέτης να μη δίνεις μόνο οδηγίες. Για μένα ένας σκηνοθέτης πρέπει να είναι ένας μαέστρος, ο οποίος έχει –με τη γενικότερη έννοια της λέξεως –τη μουσική αντίληψη των προβών, όχι του κειμένου. Το θέμα είναι να πάρω τους άλλους από το χέρι και να μπούμε σε ένα σπίτι το οποίο θα το φτιάξουμε εμείς, όλοι μαζί. Θα πρέπει να υπάρχει μια χειραφετημένη συνεργασία. Μια καλή συνεργασία είναι απλώς μια συνεργασία χωρίς καβγάδες.
Σ’ αυτήν τη διαδικασία της χειραφέτησης ο ηθοποιός πρέπει να βγει από τη θέση εκείνου που ακούει εντολές, δηλαδή του φερέφωνου. Και ο σκηνοθέτης να μην πιστέψει ποτέ ότι είναι ο άνθρωπος, τα αισθητικά καπρίτσια του οποίου ικανοποιούν οι ηθοποιοί. Πρέπει να υπάρχει μια όχι ψευδής ισοτιμία, όπως έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα σε πολλά πράγματα να λέμε, ή μια δημοκρατία, αλλά επί της ουσίας χειραφέτηση και των δύο πλευρών. Από την πλευρά των ηθοποιών προς τα πάνω και από την πλευρά του σκηνοθέτη προς τα κάτω».
Ο Ακύλλας Καραζήσης σκηνοθέτησε στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου την παράσταση «Πίστη, αγάπη, ελπίδα» του Χόρβατ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, όπου κρατούσε και έναν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πέτρος Φιλιππίδης
Σκηνοθετεί (και ερμηνεύει): «Δάφνες και πικροδάφνες» των Δημήτρη Κεχαΐδη – Ελένης Χαβιαρά, Θέατρο Μουσούρη
Ερμηνεύει: «Ο θάνατος του εμποράκου» του Αρθουρ Μίλερ, Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή (τον Μάρτιο)
«Ο καλός ηθοποιός προτείνει»
«Το θέατρο είναι συνεργασία, επικοινωνία και επαφή. Εχεις την υποχρέωση να συνεργαστείς με άλλους, αλλά ταυτόχρονα είναι ανάγκη και δικαίωμα. Οταν ισχύουν τα παραπάνω, γίνεται πολύ εύκολο να είσαι είτε ο σκηνοθέτης είτε συντελεστής. Φτάνει να βάζεις τον εαυτό σου σε αυτήν τη διαδικασία. Αν έχεις υπάρξει σκηνοθέτης αλλά σε δεδομένη στιγμή δουλεύεις ως ηθοποιός υπό τις οδηγίες κάποιου άλλου, ξέρεις καλύτερα πώς να ακολουθήσεις τη γραμμή του, γνωρίζεις την αγωνία που περνάει. Η αλήθεια είναι ότι έχω δουλέψει –από την αρχή της σπουδής μου στο θέατρο –με σκηνοθέτες που είχαν βαθιά και ισχυρή άποψη. Και ήταν σημαντικοί, καθόλου δήθεν. Αυτοί οι καλλιτέχνες ακούν τον ηθοποιό, επειδή ξέρουν ότι με έναν τρόπο –θα το πω απλά –είναι και σκηνοθέτης του εαυτού του. Ή, αν το τραβήξουμε παραπάνω, και της παράστασης. Ο καλός ηθοποιός, λοιπόν, προτείνει. Και η πρότασή του εισακούγεται από τον σκηνοθέτη. Είναι μια συνεργασία. Οταν και ο σκηνοθέτης είναι ανάλογης καλλιέργειας και μόρφωσης, τότε είναι εύκολα τα πράγματα.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο ηθοποιός σκηνοθετεί μια παράσταση. Δεν ξέρω πώς ακριβώς γίνεται, αλλά μπορώ να πω ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο ηθοποιός ακούει τον σκηνοθέτη και ο σκηνοθέτης βλέπει τον ηθοποιό.
Προσωπικά, η σκηνοθεσία με έκανε καλύτερο και πιο υπάκουο ηθοποιό. Ασχολήθηκα με τη συνολική άποψη και έβαλα στην άκρη τον ηθοποιό. Από την άλλη, καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολο να συμβεί αυτό. Δεν πετυχαίνει πάντα. Πιστεύω πολύ περισσότερο στους σκηνοθέτες – ηθοποιούς όπως ο Γιώργος Κιμούλης, ο Γιάννης Μπέζος, ο Σταμάτης Φασουλής. Και είμαι της άποψης ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να μπορεί να σου δείξει όσα ζητάει. Αν δεν μπορεί να τα δείξει, δεν είναι καλός σκηνοθέτης. Και αυτό το έμαθα από τον δάσκαλό μου Κάρολο Κουν. Δεν είναι κάτι που έχει πει αλλά κάτι που έκανε. Ο Κουν όταν σου έδειχνε ήταν μαγικός, σε έκανε καλύτερο, προσπαθούσες να φτάσεις αυτό που σου είχε δείξει».