«Αν κι εσύ πονάς επειδή εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε θεραπεία, ούρλιαξε! Ούρλιαξε τώρα!» έλεγε ο Χαβιέρ Μπαρδέμ και ξεσπούσε on camera σε ένα δυνατό ουρλιαχτό για να διαφημίσει τα «χάπια για τον πόνο του άλλου». Δεν ήταν επιπέδου Μπαρδέμ οι κραυγές του Χρήστου Σπίρτζη στη Βουλή. Αλλά το ξέσπασμά του ότι «με πολύ πόνο» υπέγραψε τη συμφωνία για την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport και η επίθεσή του (!)κατά του Κωστή Χατζηδάκη επειδή το κλείσιμο της συμφωνίας έγινε επί ΝΔ, δημιουργεί υπόνοιες ότι τώρα πρέπει να ανακαλύψουμε και χάπια για τον πόνο του Σπίρτζη.

Μας ενδιαφέρει ο πόνος του υπουργού ή αν αυτός μετενσαρκώνεται σε νέο Χαϊκάλη; Προφανώς όχι. Ο εκάστοτε Σπίρτζης δεν κάθεται στην υπουργική καρέκλα για να μας δείχνει από το βήμα της Βουλής την γκάμα των συναισθημάτων του ούτε το ευρύ ρεπερτόριο που διαθέτει. Είναι υπουργός μιας κυβέρνησης, την πολιτική της οποίας οφείλει να εφαρμόζει. Αν διαφωνεί, μπορεί να πάρει τα χάπια για τον πόνο του ή απλώς να πάει στο σπίτι του.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Σπίρτζης δεν είναι ο μόνος υπουργός της κυβέρνησης που πονάει. Οπου βρεθούν κι όπου σταθούν –και απέναντι στους ξένους συνομιλητές τους –τα κυβερνητικά στελέχη φωνάζουν ότι δεν πιστεύουν στο πρόγραμμα, αλλά ότι με πόνο ψυχής θα το εφαρμόσουν. Ακόμη και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός συνηθίζει στο πρώτο σκέλος κάθε ομιλίας του να αναφέρεται σε κάτι που θυμίζει τον πόνο του Σπίρτζη (εσωτερικό ακροατήριο). Στο δεύτερο τάσσεται υπέρ των αλλαγών και απευθύνει προσκλητήριο σε υποψήφιους επενδυτές (διεθνές ακροατήριο).

Η κυβερνητική διπολική διαταραχή έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις ώστε είναι πλέον ο κανόνας. Ασε μετά τους άλλους να αναρωτιούνται πώς μπορείς να εφαρμόσεις κάτι που δεν πιστεύεις. Πολύ περισσότερο, άσε τους μεγαλοεπενδυτές να πονοκεφαλιάζουν αν πρέπει να τολμήσουν να επενδύσουν σε μια χώρα, της οποίας ο Πρωθυπουργός λέει ότι θέλει επενδύσεις, αλλά οι υπουργοί κλαίνε που πρέπει να βάλουν την υπογραφή τους στο έγκλημα.

Το αφήγημα-μανιέρα είναι του τύπου «δεν φταίμε εμείς, προσπαθήσαμε για κάτι καλύτερο και δεν τα καταφέραμε, μας εκβίασαν και τώρα πληρώνουμε τα λάθη των προηγούμενων». Το παραμύθι ότι η συμφωνία ήταν «προϊόν εκβιασμού» αναπαρήχθη τις προάλλες και στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ (αλίμονο). Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής (αλίμονο). Ο δε Πάνος Καμμένος δικαιολόγησε τη στροφή του απλώς ως αλλαγή πολιτικής!

Η ζωή θα δείξει αν το όλο αφήγημα διευκολύνει στην πραγματικότητα το έργο του Πρωθυπουργού ή αν τελικά το υπονομεύει σε πραγματικό χρόνο.

Εκτός αν όλη αυτή η σχιζοφρένεια είναι η δημιουργική εφαρμογή στην πράξη της παροιμίας «αυτά που γελούσαμε τα λουστήκαμε». Κάτι τέτοιο συμβαίνει στην πολιτική όταν η βεντάλια ανοίγει ολόκληρη από το ένα άκρο έως το άλλο. Προσωρινά δροσίζεσαι και εσύ και οι ψηφοφόροι σου. Αλλά η κάψα του Μνημονίου παραμένει.