Τον Αύγουστο που μας πέρασε, έγινε κάτι που δεν το είχαμε ξαναζήσει στην Ελλάδα –κι ας το ξεπεράσαμε σχεδόν αμέσως, λόγω της γιορτής της Παναγίας και των εκλογών που ακολούθησαν απνευστί: η αντιπολίτευση να ψηφίζει αγόγγυστα τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές. Ο Αλέξης Τσίπρας έχανε βουλευτές, αλλά αβγάτιζε ψήφους εκείνες τις λαμπρές ημέρες.

Η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης ήταν επισήμως «εθνική» –υπάκουε στην ανάγκη παραμονής στην ευρωζώνη. Ανεπισήμως, οι πάντες είχαν γοητευθεί από τη διαχρονική εμμονή του εκλογικού σώματος υπέρ του κανόνα της συναίνεσης: εν ολίγοις, θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιήσουν στην κάλπη τη θετική τους ψήφο.

Στις κάλπες του Σεπτεμβρίου, η αντιπολίτευση δεν επιβραβεύτηκε για τη στάση της. Ηταν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ που συγκράτησαν τα ποσοστά τους, συγκροτώντας και πάλι τη συμπολίτευση.

Το έργο ξανάρχισε, αλλά οι περισσότεροι είχαν πάρει το μάθημά τους: ο κανόνας που προέκυψε ήταν ότι η συναίνεση είναι πολύ καλή πράξη, αλλά βλάπτει εκείνον που την παρέχει και ωφελεί εκείνον που την αποδέχεται. Κάπως έτσι, φτάσαμε στα τέλη Νοεμβρίου, με τη Νέα Δημοκρατία στα πατώματα και την κυβέρνηση να θέλει να ψηφίσει ασφαλιστικό νομοσχέδιο και αύξηση της φορολόγησης των αγροτών με μια ανάσα…

Ο Τσίπρας θέλει απλώς να επαναλάβει την Ιστορία, έστω και σε παραλλαγή: από τη στιγμή που δεν υπάρχει πλέον στη Βουλή Πλατφόρμα του Λαφαζάνη αλλά μόνο μεμονωμένοι αντιρρησίες του ΣΥΡΙΖΑ, η αντιπολίτευση δεν χρειάζεται πια να ψηφίσει –αρκεί να διευκολύνει την ψήφιση των «βαρέων βαρών» νομοσχεδίων και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Η στάση των κομμάτων μοιάζει προδιαγεγραμμένη: αφού η συναίνεση δεν πουλάει, τόσο το χειρότερο για τη συναίνεση –ένα κι ένα κάνουν δύο. Ο Νοέμβριος δεν είναι Αύγουστος. Πολύ σωστά. Μόνο που ο κανόνας της συναίνεσης μοιάζει λίγο με τον χρυσό κανόνα –αυτός που έχει τον χρυσό φτιάχνει και τον κανόνα…