Αν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 στιγματίστηκε από τις (κατά τον Ηλία Νικολακόπουλο) «εκλογές που δεν έγιναν» τον Μάιο του 1967, το 2015 –παρότι σε πολλούς θύμισε το ’60 με όρους παρέμβασης του ξένου παράγοντα και πολιτικής ανωμαλίας –είναι τελικά η χρονιά που οι εκλογές γίνονται συνέχεια.

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου. Κάπου εδώ σταματά και η σύγκριση με τη δεκαετία του ’60. Αν οι εκλογές του ’67 είναι αυτές που δεν έγιναν για να μην επικρατήσει η Ενωση Κέντρου και αντ’ αυτού έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, οι επικείμενες κάλπες είναι πιθανόν οι κάλπες που δεν θέλει κανένας. Εκτός ίσως από τον απελθόντα Πρωθυπουργό που σπεύδει με αυτό τον τρόπο να ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό του τοπίο.

Δεν φαίνεται να τις θέλουν οι πολίτες, που ύστερα από μια πολωτική εκλογική αναμέτρηση τον περασμένο Ιανουάριο και ένα ακόμη πιο διχαστικό δημοψήφισμα στις αρχές Ιουλίου δεν βλέπουν γιατί η χώρα πρέπει να συρθεί και πάλι σε κάλπες.

Λογικό. Μετά το overdose πολιτικοποίησης, την αναμετάδοση της διαπραγμάτευσης με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και διαρροές επί επτά μήνες, τα capital controls και την ματαίωση της τραυματικής συνθηκολόγησης σε ένα τρίτο Μνημόνιο, το ακροατήριο έχει καταβληθεί αναπόφευκτα από κόπωση. Μπορεί ένα κάποιο χάος να έχει την πλάκα του εν μέσω τάξης. Το χάος εν μέσω χάους, όμως, δεν έχει καθόλου πλάκα.

Μένει να φανεί αν η κόπωση θα αποτυπωθεί και στην κάλπη με τη μορφή της αποχής. Οχι ότι βοηθά προς την αντίθετη κατεύθυνση το πολιτικό σύστημα. Η αντιπολίτευση αυτοτρολάρεται αλύπητα τις τελευταίες ημέρες με το θέατρο που έπαιξε με τις διερευνητικές εντολές. Ας μη σοκαριστούμε ξανά αν αυτές οι κάλπες ενισχύσουν τα ποσοστά του πολιτικού περιθωρίου, γραφικού ή μη.

Θέλοντας και μη, πάμε στο διακύβευμα. Το τρίτο Μνημόνιο δεσμεύει ήδη τη χώρα. Οπως και αν παρουσιαστεί, το ερώτημα είναι ποιος θα μπορέσει να εφαρμόσει αποτελεσματικότερα το τριετές πρόγραμμα και να υλοποιήσει τις οφειλόμενες εδώ και χρόνια μεταρρυθμίσεις.

Σημαντική λεπτομέρεια που μας έχει διαφύγει: είναι η πρώτη φορά εδώ και πέντε μνημονιακά χρόνια που τα δύο μεγάλα κόμματα (και όχι μόνο) συμφωνούν για τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Είναι αυτή η «λεπτομέρεια» που ανάγκασε τον Αλέξη Τσίπρα να μη μιλήσει για τον καταργηθέντα διαχωρισμό ανάμεσα σε Μνημόνιο και αντι-Μνημόνιο. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έβαλε, όμως, τη δική του διαχωριστική γραμμή υποστηρίζοντας ότι δεν σκοπεύει να συνεργαστεί με το «παλιό» πολιτικό σύστημα.

Το βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει πλέον άλλοθι για κανέναν. Ούτε για το παλιό ούτε για το νέο. Με τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, έχασε και ο Τσίπρας τα τελευταία άλλοθι. Η διγλωσσία που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της κυβέρνησης μέχρι τη συνομολόγηση της συμφωνίας δεν μπορεί πλέον να χρεώνεται στην Αριστερή Πλατφόρμα, η οποία αναζητεί το δικό της, σοβιετικό όνειρο. Τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Και δεν έχουμε και βαρβάρους να τους τα φορτώσουμε.