Η αστυνομική αυθαιρεσία αποτελεί καίριο πρόβλημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν το λένε ένθερμοι «δικαιωματίες» αλλά τα εθνικά και διεθνή ελεγκτικά όργανα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μας έχει καταδικάσει επανειλημμένα για κακομεταχείριση από την Αστυνομία. Συμπέρασμα πρώτο: η αστυνομική αυθαιρεσία αποτελεί στίγμα για τη χώρα μας.

Η πολιτεία οφείλει να διερευνά καταγγελίες για κακομεταχείριση και να επιβάλλει κυρώσεις. Ωστόσο, διαρκώς εγείρεται ζήτημα ανεπαρκούς διερεύνησης τέτοιων καταγγελιών. Ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωσε πως συνήθως η έρευνα δεν οδηγεί καν στην άσκηση πειθαρχικής δίωξης. Ολοκληρώνεται με τη διατύπωση «δεν προέκυψαν ευθύνες στελεχών» ή οι καταγγελίες κρίνονται αβάσιμες επειδή διαψεύδονται από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς ή συναδέλφους τους. Συμπέρασμα δεύτερο: τα φαινόμενα αυθαιρεσίας τροφοδοτούνται από δομική ατιμωρησία.

Λύσεις υπάρχουν. Οι φορείς δικαιωμάτων συμπίπτουν σε δύο τουλάχιστον συστάσεις: ίδρυση ανεξάρτητου μηχανισμού διερεύνησης καταγγελιών, διασφάλιση πως τα αστυνομικά όργανα θα φέρουν ευδιάκριτα τα διακριτικά τους. Η Επιτροπή Πρόληψης των Βασανιστηρίων επισημαίνει όμως πως οι Αρχές υποτιμούν το πρόβλημα και δεν εφαρμόζουν τις συστάσεις της. Συμπέρασμα τρίτο: η αυθαιρεσία μπορεί να αντιμετωπιστεί με μέτρα γνωστά, δοκιμασμένα, άμεσης εφαρμογής, χωρίς σημαντικό δημοσιονομικό κόστος.

Προϋπόθεση είναι η βούληση ελέγχου και η θεσμοθέτηση κατάλληλου μηχανισμού. Οι πάγιες διαδικασίες, όπου ελέγχοντες και ελεγχόμενοι συνδέονται υπηρεσιακά, αποτελούν μέρος του προβλήματος. Ούτε τα Γραφεία Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας πληρούν εχέγγυα πραγματικής ανεξαρτησίας. Η προσφάτως εξαγγελθείσα ενεργοποίησή τους πρέπει να λάβει υπόψη της τις συστάσεις των διεθνών οργάνων, τις θέσεις του επιτρόπου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (πρότυπα που πρέπει να πληροί ένας μηχανισμός διερεύνησης καταγγελιών κατά της Αστυνομίας), τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Συμπέρασμα τέταρτο: ο τρόπος ελέγχου της αυθαιρεσίας είναι γνωστός. Δεν χρειάζεται να τον ανακαλύψουμε εκ νέου.

Ως αντίλογος προβάλλεται το τεχνητό δίλημμα «ασφάλεια ή δικαιώματα», στη βάση μιας αντιπαράθεσης δήθεν εχθρών και φίλων της Αστυνομίας. Ομως κάθε δημοκρατικός πολίτης στηρίζει μια Αστυνομία που λειτουργεί εντός των ορίων της συντεταγμένης πολιτείας. Ασφάλεια και δικαιώματα είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στο κράτος δικαίου. Αν η Αστυνομία υπηρετεί και τους δύο στόχους, αν λογοδοτεί, θα έρθει πιο κοντά στους πολίτες. Τα στελέχη της, που εργάζονται απαξιωμένα υπό άθλιες συνθήκες, έχουν μόνο να ωφεληθούν από την πάταξη της αυθαιρεσίας. Συμπέρασμα πέμπτο: δεν υπηρετούν το κύρος της Αστυνομίας όσοι κολακεύουν τις αδυναμίες της αλλά όσοι προωθούν τη λογοδοσία.

Η παγιωμένη κουλτούρα και οι αντιστάσεις του Σώματος ανέστειλαν παρόμοιες απόπειρες στο παρελθόν. Τώρα η πρόθεση να αλλάξει η διαδικασία των ΕΔΕ δείχνει ρεαλισμό και γνώση. Θα μπορούμε όμως να μιλάμε για τομή εάν διασφαλίσουμε τα διακριτικά στις στολές και τη λειτουργία πραγματικά ανεξάρτητου μηχανισμού διερεύνησης καταγγελιών.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι γενικός γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων