Τη δεκαετία του ’60 κάποιοι ερευνητές στην Αφρική χρονομέτρησαν τον άγριο γατόπαρδο (το γνωστό αιλουροειδές τσιτάχ ή τσίτα) και διαπίστωσαν ότι σε μέγιστη ταχύτητα έπιανε τα 105 χλμ. την ώρα, γεγονός που του δίνει άνετα τον τίτλο του γρηγορότερου θηλαστικού στον κόσμο. Τα γρηγορότερα άλογα ιπποδρόμου φτάνουν τα 76 χλμ./ώρα, ενώ ακόμη και ο πιο γρήγορος άνθρωπος, ο παγκόσμιος πρωταθλητής στα 100 μ. Γιουσέιν Μπολτ, φτάνει αισίως μέγιστη ταχύτητα τα 45 χλμ./ώρα. Ακόμη και τα γκρέιχαουντ, τα γρηγορότερα κυνηγόσκυλα στον πλανήτη με «κοψιά» παρόμοια με αυτή των γατόπαρδων, δεν ξεπερνούν τα 64,5 χλμ./ώρα.
Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τους γατόπαρδους ακαταμάχητους στην ταχύτητα; Μήπως κατανοώντας καλύτερα τον μηχανικό τρόπο τρεξίματός τους, μπορούμε κι εμείς οι άνθρωποι να κινηθούμε γρηγορότερα;
Αυτά τα ερωτήματα παρακίνησαν τους επιστήμονες του Εργαστηρίου Δομής και Κίνησης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και αποφάσισαν να συγκρίνουν τους γατόπαρδους με τους πιο κοντινούς ανταγωνιστές τους, τα σκυλιά γκρέιχαουντ. «Τα δύο ζώα έχουν παρόμοια μυϊκή μάζα και τρόπο τρεξίματος» παρατηρεί ο Αλαν Γουίλσον, καθηγητής του Βασιλικού Κτηνιατρικού Κολεγίου του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ο οποίος ηγείται της έρευνας που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα της Πειραματικής Βιολογίας».
Και στα δύο ζώα τα πόδια τους μοιάζουν να κάνουν μια έντονη κυκλική κίνηση, η ράχη τους καμπουριάζει και τα πίσω πόδια σχεδόν ακουμπούν τα αυτιά κατά τον πλήρη διασκελισμό. «Μέχρι την ταχύτητα των 65 χλμ./ώρα δεν έχουν μεγάλη διαφορά» παρατηρεί ο δρ Γουίλσον. «Το πώς όμως ο γατόπαρδος επιταχύνει στα 105 χλμ./ώρα πιστεύουμε πως θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τους καθοριστικούς παράγοντες και τα όρια της ταχύτητας γενικώς ως έννοιας».
Οι παρατηρήσεις. Οι ερευνητές στράφηκαν σε πληθυσμούς γατόπαρδων στον ζωολογικό κήπο του Ντάνστεϊμπλ στην Αγγλία και στο καταφύγιο άγριων ζώων της Πρετόριας στη Νότια Αφρική.
Στη συνέχεια, κάποιοι από τους γατόπαρδους της Αγγλίας μεταφέρθηκαν σε εργαστήριο όπου και παροτρύνθηκαν να κυνηγήσουν ένα κοτόπουλo – δόλωμα για 90 μέτρα σε μια διαδρομή με ειδικούς δίσκους μέτρησης ισχύος κατά μήκος της, ενώ κάμερες υψηλής ταχύτητας θα κινηματογραφούσαν την κίνησή τους από διαφορετικές γωνίες. Οι ερευνητές επανέλαβαν το πείραμα με αγωνιστικά κυνηγόσκυλα και στη συνέχεια συνέκριναν τον ρυθμό και τη μέθοδο τρεξίματος των δύο ζώων.
Η πρώτη παρατήρηση ήταν ότι οι αστικά μεγαλωμένοι γατόπαρδοι ήταν σαφώς πιο αργοί από τους συντρόφους τους στο φυσικό τους περιβάλλον –μόλις και έφταναν τα 64 χλμ./ώρα. Αναμενόμενο, αφού στους ζωολογικούς κήπους δεν χρειάζεται να κυνηγήσουν την τροφή τους, οπότε δεν μαθαίνουν να τρέχουν πολύ γρήγορα.
Ο δρ Γουίλσον τώρα πια συλλέγει πληροφορίες για τους άγριους γατόπαρδους. Βέβαια και τα μεγαλωμένα στην αιχμαλωσία ζώα, όταν «τους τη δώσει», ξεκινούν κουνώντας τα πόδια τους όλο και γρηγορότερα, οι διασκελισμοί τους μεγαλώνουν σε μήκος και αυξάνουν σε συχνότητα. Τα κυνηγόσκυλα, από την άλλη, διατηρούν ένα σχετικά σταθερό ρυθμό διασκελισμών ενόσω τρέχουν.
Επιπλέον, καθώς η πρόσκρουση στο έδαφος με τόσο μεγάλη δύναμη μπορεί να διαλύσει τους μυς, οι γατόπαρδοι μειώνουν αυτό το ρίσκο αφήνοντας τις πατούσες τους να παραμείνουν ένα κλάσμα του δευτερολέπτου περισσότερο στο έδαφος από ό,τι τα κυνηγόσκυλα.
Το «μάθημα». «Η σπονδυλική στήλη του γατόπαρδου διπλώνεται και εκτείνεται σε κάθε διασκελισμό, κάτι που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει» τονίζει ο δρ Γουίλσον. Κάποια μαθήματα, όμως, μπορούμε να πάρουμε.
«Συγκρινόμενοι με τα κυνηγόσκυλα, οι γατόπαρδοι έχουν περισσότερο όγκο στο πάνω μέρος των ποδιών τους» επισημαίνει ο δρ Γουίλσον. Οι δυνατοί μύες των μηρών τους επιτρέπουν στα πόδια τους να κινούνται πιο γρήγορα από τα λιπόσαρκα κυνηγόσκυλα. Δυναμώνουμε τους μηρούς μας λοιπόν. Και ίσως, επενδύουμε σε ελαφρά αθλητικά δρομικά παπούτσια. «Λιγότερο βάρος στο κάτω μέρος του ποδιού θα βοηθήσει τη γρήγορη επαναφορά του» συμπεραίνει ο δρ Γουίλσον. Επίσης, όσο γρηγορότερα επαναφέρεις το πόδι τόσο πιο γρήγορα θα κινηθείς. Και καταλήγει: «Ακόμη, το να είσαι πεινασμένος –ακόμη και με τη μεταφορική έννοια –ενδεχομένως να βοηθήσει πολύ!».