Για όσους έχουν περάσει από τις πολιτικές οργανώσεις που μεταπολιτευτικά συγκροτούσαν τη «δημοκρατική παράταξη», η αμφισβήτηση του πελατειακού κράτους αποτελεί, στην πολιτική τους συνείδηση, συστατική παράμετρο κάθε πολιτικής με προοδευτικό πρόσημο. Από την αντίθεση στο ρουσφέτι και τον νεποτισμό ως την «αστικοδημοκρατική ολοκλήρωση» σαν απαραίτητο στάδιο της μετάβασης στο σοσιαλισμό, σύσσωμος ο δημοκρατικός κόσμος καταδίκαζε τον κοτζαμπασισμό και επιχειρηματολογούσε υπέρ της αξιοκρατίας και της απελευθέρωσης του κράτους από τα δεσμά της κομματοκρατίας.

Παρά τις εξαγγελίες, λίγες ατελείς μεταρρυθμίσεις, όπως το ΑΣΕΠ, αποτελούν δυστυχώς φωτεινές εξαιρέσεις. Όμως, ακόμα και οι κυβερνήσεις της ΝΔ ποτέ δεν τόλμησαν να αμφισβητήσουν ανοικτά το αίτημα εκσυγχρονισμού της διοίκησης. Καταστρατηγούσαν για παράδειγμα το ΑΣΕΠ πλην όμως, φρόντιζαν να τηρούν τα προσχήματα, φοβούμενες την αντίδραση της αριστεράς και τη λαϊκή δυσφορία.

Είναι αλήθεια ότι, κατά το πρόσφατο παρελθόν, ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε εξέφρασε πρόθεση μεταρρύθμισης του πελατειακού κράτους. Πέρα από φραστικές καταδίκες, αιδημόνως σιωπούσε ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις, όπως στο περίφημο 4:2:1 της προηγούμενης συγκυβέρνησης σε ότι αφορά την ανάγκη θεσμικών αλλαγών. Δεν παύει να εκπλήσσει, ωστόσο, ο κυνισμός με τον οποίο ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ εφορμά σε κρατικές θέσεις περιφρονώντας πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις της αριστεράς, και ενίοτε τους ισχύοντες νόμους. Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν, η σημερινή δεν χάνει χρόνο σε προκηρύξεις θέσεων ή διαφανείς –κατ’ όνομα έστω– διαδικασίες. Όλες οι θέσεις έγιναν ξαφνικά «πολιτικές» και σαν τέτοιες παραχωρούνται σε κομματικά στελέχη. Η κυβέρνηση ακολουθεί, και μάλιστα απροκάλυπτα, το παραδοσιακό πρότυπο πελατειακής, παλαιοκομματικής, ρουσφετολογικής διοίκησης.

Από την οθωμανική του μήτρα μέχρι τη σημερινή αριστερή του εκδοχή, το σύστημα της πελατειακής διακυβέρνησης δημιουργεί δίκτυα ημετέρων που, τυπικά μεν, διορίζονται και αμείβονται ως υπηρέτες του δημοσίου συμφέροντος, στην ουσία όμως, αποστολή έχουν την «αξιοποίηση» των δημόσιων πόρων και προσόδων για την εξυπηρέτηση του κομματικού συμφέροντος. Οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων, οι διοικητές των υγειονομικών περιφερειών και οι περιφερειακοί διευθυντές εκπαίδευσης επιλέχθηκαν και τοποθετήθηκαν με αυστηρά κομματικά κριτήρια και αδιαφανείς διαδικασίες. «Οι θέσεις των διοικητών των νοσοκομείων είναι πολιτικές. Έχω το δικαίωμα να επιλέξω τους συνεργάτες μου», δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Υγείας!

Προανήγγειλε με άλλα λόγια, την αντικατάσταση των κομματικών διοικητών των νοσοκομείων με εξίσου κομματικούς καινούργιους, και μάλιστα χωρίς καμιά αναφορά στον ισχύοντα νόμο που επιβάλλει αξιολόγηση και περιορισμούς στη διαδικασία αντικατάστασής τους. Το γεγονός, βέβαια, πως η «πολιτική θέση» άφορα μια «αριστερή» εφεύρεση εντελώς άγνωστη σε χώρες, όπως η Σουηδία και η Σλοβενία, όπου οι διοικητές των νοσοκομείων επιλέγονται μεταξύ υποψηφίων με ειδικές σπουδές και εμπειρία και μάλιστα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κομματικές περγαμηνές και οι εξ αίματος συγγένειες, αφήνει τη σημερινή αριστερή κυβέρνηση αδιάφορη. Συμπτωματικά, προφανώς, τα νοσοκομεία και οι δημόσιες υπηρεσίες στις χώρες αυτές λειτουργούν μακράν καλύτερα από τα «βιλαέτια» του κομματικού φεουδαρχισμού της χώρας μας.

Είναι φανερό πως η διαχείριση της εξουσίας και των προσόδων της μέσω των γνωστών παλαιοκομματικών μηχανισμών αποτελεί στόχο και αυτής της κυβέρνησης. Ζητούμενο δεν είναι η ανατροπή των μηχανισμών, αλλά ο έλεγχός τους. Απομένει να διαπιστωθεί, εάν τα αντανακλαστικά των προοδευτικών ψηφοφόρων απέναντι στον παλαιοκομματισμό έχουν αμβλυνθεί εξίσου με αυτά των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος.

* Ο Κωνσταντίνος Μπαργιώτας είναι βουλευτής Λάρισας, υπεύθυνος τομέα Υγείας του Ποταμιού