«Φοβάμαι πως η δουλειά μου επηρεάζει την πλευρά εκείνη της προσωπικότητάς μου που με έστρεψε εξαρχής στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας: τη συμπόνια που ένιωθα. Δεν ισχυρίζομαι πως ξεκίνησα τη δουλειά αυτή επειδή είμαι η Μητέρα Τερέζα, ότι δεν έπαιξαν ρόλο ο συναρπαστικός τρόπος ζωής και η δυνατότητα να κάνεις ταξίδια. Ημουν πάντα ειλικρινής με τον εαυτό μου, έκανα τη δουλειά αυτή γιατί μου έδινε χαρά, όχι επειδή ήμουν κανένας άγγελος της αυτοθυσίας. Αλλά η συμπόνια, η επιθυμία να κάνεις κάτι χρήσιμο για κάποιον που βλέπεις να υποφέρει, ήταν εκεί. Και εδώ ξεκινάει το πρόβλημά μου, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τον ανθρώπινο πόνο έχει αλλάξει τόσο ριζικά, που δεν αντιδρώ πια με τον ίδιο τρόπο σε αυτόν. […]

Περικυκλωμένος τόσο καιρό από καταστροφή, έχω συνηθίσει τον πόνο. Δεν εργάζομαι στον τομέα της διατροφής ή της υγείας, αλλά έχω δει περισσότερους υποσιτισμένους ανθρώπους από όσους μπορώ να θυμηθώ. Κόκαλα να προβάλλουν από ανθρώπους με AIDS, παιδιά που άλλαξαν χρώμα τα μαλλιά τους λόγω έλλειψης θρεπτικών συστατικών. Εχω συναντήσει εκατοντάδες ανθρώπους που έχουν εκτοπιστεί από πολέμους, που έχουν χάσει τις οικογένειές τους, που έχουν δεχθεί επιθέσεις, που είναι φτωχοί και απελπισμένοι και έχουν χάσει τα πάντα. Εχω βρεθεί σε έναν τόπο όπου οι συνθήκες ήταν τόσο άθλιες, που τις πρώτες μέρες έπρεπε να καταβάλλω τεράστια προσπάθεια για να μην ξεσπάω σε κλάματα περπατώντας στον δρόμο. […]

Δεν μπορείς φυσικά να κάνεις τη δουλειά σου έτσι και επιπλέον τι θα σκέπτονταν οι άνθρωποι εκεί βλέποντας εσένα να κλαις όταν είναι αυτοί τα θύματα; Εχω συναντήσει τόσο πολλούς ανθρώπους που έχουν χάσει τα παιδιά τους. Τόσο πολλές γυναίκες αντιμέτωπες με φριχτές διακρίσεις. Με τον καιρό συνηθίζεις. Είναι όμως ένας επικίνδυνος δρόμος. Η προσαρμογή είναι απαραίτητη για τη δουλειά μας, αλλά αν συνηθίσεις τη φρίκη, τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης, τις καταστάσεις που δεν έπρεπε να συμβαίνουν ποτέ, κινδυνεύεις να καταλήξεις με πλήρη ανοσία στη συμπόνια. […]»

Το όνομα του (ή της) δεν το γνωρίζουμε. Μόνο πως είναι βρετανικής καταγωγής και εργάζεται σε ανθρωπιστική οργάνωση, με χρόνια προϋπηρεσίας. Χθες μπορεί να ήταν στο Νότιο Σουδάν, αύριο να πάει στο Νεπάλ. Την εξομολόγηση αυτή τη δημοσίευσε χθες η «Guardian»: «Ενας ανώνυμος εργάτης ανθρωπιστικής βοήθειας: Επειτα από χρόνια στο πεδίο, φοβάμαι πως έχω χάσει τη συμπόνια μου». Οσο διάβαζα τόσο μεγάλωνε το δέος μου για τους ανθρώπους αυτούς.