Μεγάλωσε στη συνοικία Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης, σε ένα σπίτι αρπαγμένο που είχε δοθεί στην οικογένειά του με διάταγμα. Χρόνια αργότερα, στις ΗΠΑ, τον πλησίασε μια γυναίκα και του είπε πως το σπίτι αυτό ανήκε κάποτε στους παππούδες της.

Ως ένα «αγνό προϊόν του κεμαλικού εθνικισμού», έτσι περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του. Μέχρι που τελείωσε το πανεπιστήμιο, παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών, γνώριζε για την τουρκική ιστορία μόνο την επίσημη βερσιόν. Και «σε αυτή την ιστορία δεν υπήρχαν Αρμένιοι, δεν υπήρχαν Αλεβίτες, ούτε Κούρδοι, δεν υπήρχε τίποτα για τον ντροπιαστικό μας ρόλο». Για τον παππού του γνώριζε απλώς πως είχε δολοφονηθεί το 1922 στην Τιφλίδα από έναν Αρμένιο. Χρόνια αργότερα, άκουσε πολλές φορές να λένε πως εξαιτίας του θα τρίζουν τα κόκαλά του.

Ο 71χρονος Χασάν Τζεμάλ είναι εγγονός του Τζεμάλ Πασά, ενός από τους τρεις ηγέτες της κυβέρνησης των Νεοτούρκων, ενός από τους πρωτεργάτες της γενοκτονίας των Αρμενίων. Η ιστορία της οικογένειάς του ανακατεύεται με τις πιο σκοτεινές σελίδες της πατρίδας του. Την ιδεολογία που τον διέπλασε, χρειάστηκε να την αποδομήσει πέτρα πέτρα. Στα 21 του ονειρευόταν μια μαρξιστική επανάσταση. Κατόπιν έγινε δημοσιογράφος, πρώτα στην Τζουμχουριέτ, μετά στη Σαμπάχ, έπειτα στη Μιλιέτ. Ηδη από τη δεκαετία του 1990 αντιτασσόταν στον πόλεμο της Αγκυρας στους Κούρδους, στηλίτευε την τουρκική παράδοση στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το «αρμενικό ζήτημα» όμως, το απόλυτο ταμπού, δεν το άγγιζε. Χρειάστηκε πρώτα να δώσει τη ζωή του ένας φίλος του: ο Χραντ Ντινκ, ο αρμενικής καταγωγής τούρκος δημοσιογράφος που δολοφονήθηκε από έναν 17χρονο εθνικιστή το 2007.

Στον Χραντ Ντινκ αφιέρωσε ο Χασάν Τζεμάλ το βιβλίο που υπέγραψε πριν από τρία χρόνια, με τίτλο «1915: Η γενοκτονία των Αρμενίων». Προηγουμένως, είχε υπογράψει στο βιβλίο των επισκεπτών στο μνημείο της γενοκτονίας στο Γερεβάν. «Αν αρνείσαι τη γενοκτονία, γίνεσαι συνένοχος» είχε γράψει με τρεμάμενο χέρι. Το ίδιο τρεμάμενο χέρι είχε τείνει και στον εγγονό του δολοφόνου του παππού του. Αλλά είναι ένας θαρραλέος άνθρωπος ο Χασάν Τζεμάλ, είναι και αυτός ένας από τους λόγους που τον τίμησε τον Μάρτιο το Χάρβαρντ με το δημοσιογραφικό βραβείο ήθους και ακεραιότητας. «Μια μέρα», είπε στην απεσταλμένη του L’Obs που τον συνάντησε πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη, «θα ξαναβρούμε τη χαμένη μας ιστορία, θα τη θυμηθούμε λοιπόν τότε με πόνο, όχι με μίσος. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ειρήνη, για τη δημοκρατία».