Δεν πρέπει να υπάρχει αυτή τη στιγμή άλλο κράτος του δυτικού κόσμου όπου η «ηρεμία», η «τάξη» και η «ασφάλεια» να είναι έννοιες τόσο υποτιμημένες. Για να μην πούμε για τη «σταθερότητα», την πιο μισητή ίσως λέξη αυτή τη στιγμή πανελλαδικά.

Αντίθετα, οι λέξεις-κλειδιά, οι λέξεις-φετίχ, οι λέξεις που ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες του εθνικού συναισθήματος, είναι οι λέξεις «διαπραγμάτευση», «διαπραγματεύομαι». Η κυβέρνηση «διαπραγματεύεται». Ρήμα μεταβατικό, απαιτεί ένα αντικείμενο. «Διαπραγματεύομαι κάτι», όπως το δημιουργώ, το ποθώ και το ονειρεύομαι. Ωστόσο, πιο συχνά, χρησιμοποιείται ως αμετάβατο, όπως το αιμορραγώ, το ψυχορραγώ και το κοιμάμαι. Για να καλύψει το κενό του αντικειμένου αναγκάζεται να έχει ισχυρό υποκείμενο. Γι’ αυτό δεν διαπραγματεύεται μόνο η κυβέρνηση. Διαπραγματεύομαι εγώ, διαπραγματεύεσαι εσύ, διαπραγματεύεται αυτός, κι ολάκερη η χώρα. Κυρίως στις πλατείες –επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου. Αλλά και στις τράπεζες, στις επιχειρήσεις, στις εταιρείες και στις υπηρεσίες –επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου που δηλώνει αντίφαση, contradictio in terminis.

Διαπραγματεύομαι, ρήμα επιτελεστικό, όπως το βαφτίζω. Την τρόικα, θεσμούς. Το Μνημόνιο, γέφυρα. Την αύξηση μισθού, καφέ και κουλούρι. Διαπραγματεύομαι, ως ομιλιακό ενέργημα: κάνω πράγματα με τις λέξεις. Αφού λέει η κυβέρνηση ότι διαπραγματεύεται, τότε σίγουρα έτσι θα είναι. Αυτή δεν είναι εξάλλου και η λειτουργία της εξουσίας και των θεσμών; Ολα σωστά μέχρι εδώ, όλα καλώς καμωμένα.

Η τέχνη τού να κυβερνάς είναι δύσκολη και απαιτητική και διαφέρει ριζικά από την τέχνη τού να αντιπολιτεύεσαι. Συνίσταται στο να ορίζεις κάθε στιγμή τι αφορά το κράτος και τι δεν το αφορά. Τι συνιστά υπόθεση συλλογική και τι ιδιωτική. Ποιο παραγωγικό μοντέλο θέλεις για τον πληθυσμό σου και ποιο δεν θέλεις. Ποιον μύθο θέλεις για τη χώρα σου και ποιον αποκρύπτεις.

Η νεότευκτη κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει ήδη αποφασίσει. Θέλει έναν λαό διαπραγματευτών. Πολίτες μαχητικούς, που σταματούν τις δουλειές τους, τις δραστηριότητες και τις ασχολίες τους για να κατεβούν στις πλατείες και να συμπαρασταθούν στην κυβέρνηση. Πολίτες υπερήφανους και δυναμικούς, πολίτες τσολιάδες. Αλίμονο μόνο σε εκείνη τη στιγμή που θα πρέπει να τους συμπαρασταθεί κι αυτή με τη σειρά της, όταν θα έχει κοπάσει ο ορυμαγδός κι εκείνοι θα θέλουν και πάλι να δουλέψουν.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτικός επιστήμων, υπ. διδάκτωρ στο EHESS (Paris)