Τον φώναζαν αγριόγατο. Κι όμως, εκ πρώτης όψεως δεν σου γέμιζε το μάτι. Ο Βασίλης Κωνσταντίνου υπήρξε ένας εξαιρετικός τερματοφύλακας ύψους μόλις 178 εκατοστών. Οπως λένε οι παλαιότεροι, έπαιζε με καρδιά χιλίων λεόντων. Ο,τι του έλειπε σε ύψος τού περίσσευε σε αλτικότητα, ελαστικότητα, ρεφλέξ και κυρίως σε πάθος, γεγονός που τον τοποθετεί πια μεταξύ των θρυλικών μορφών που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο στη θέση του γκολκίπερ. Για τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού, όμως, υπήρξε κάτι παραπάνω από ένα καλό τέρμα. Το ιστορικό κυνηγητό στον αείμνηστο Τάκη Συνετόπουλο τον μετέτρεψε σε λαϊκό ήρωα στις τάξεις των Πρασίνων. Ηταν στις 11 Μαρτίου του 1973, όταν το ντέρμπι των Aιωνίων πήρε φωτιά. Ο Ολυμπιακός είχε το προβάδισμα στο σκορ (3-2) και ο Παναθηναϊκός διαμαρτυρήθηκε για τον μη καταλογισμό ενός πέναλτι. Τα παράπονα έφεραν νεύρα και αντεγκλήσεις μεταξύ των παικτών. Ο Συνετόπουλος (καλός φίλος με τον Κωνσταντίνου από την εποχή που αγωνίζονταν μαζί στην Εθνική Ενόπλων) λογομάχησε έντονα με τον τερματοφύλακα του Τριφυλλιού, ο οποίος του είπε «τι θες ρε κ…βλαχε, φύγε από εδώ». Ο αμυντικός του Ολυμπιακού του απάντησε στα «γαλλικά» και το πανελλήνιο παρακολούθησε μέσω της ΕΙΡΤ, που μετέδιδε απευθείας το ντέρμπι, τον μαινόμενο Κωνσταντίνου να κυνηγά τον Συνετόπουλο στον αγωνιστικό χώρο του σταδίου Γ. Καραϊσκάκης. Το καθεστώς της χούντας, που δεν επέτρεπε παρεκτροπές, διέκοψε την τηλεοπτική μετάδοση και ο τερματοφύλακας του Τριφυλλιού τιμωρήθηκε αυστηρά προς παραδειγματισμό, αλλά ήδη είχε προλάβει να γίνει σημαία για τους απανταχού φίλους των Πρασίνων.
Ηταν η εποχή που οι ποδοσφαιριστές έπαιζαν με αυταπάρνηση για τη φανέλα και έλυναν τις διαφορές τους στον αγωνιστικό χώρο. Οταν όμως ο διαιτητής σφύριζε τη λήξη, οι παίκτες –ακόμη κι αν δεν έφευγαν αγκαλιασμένοι από το γήπεδο –το βράδυ έβγαιναν παρέα για να πιουν ένα ποτό και να ξεσκάσουν. Ηταν τα χρόνια του ρομαντισμού. Δίχως φουσκωτούς και μπραβιλίκια, προέδρους «καουμπόηδες», διευθυντές επικοινωνίας και non paper, στρατούς οργανωμένων χούλιγκαν και ορδές βαρβάρων που διψούν για αίμα. Αλλιώς έμαθε την μπάλα ο Βασίλης Κωνσταντίνου.
Σε ηλικία 67 ετών ένιωσε στο πετσί του το μοντέρνο εν Ελλάδι ποδόσφαιρο. Το κυριακάτικο επεισοδιακό ντέρμπι των Aιωνίων μεταφέρθηκε 48 ώρες αργότερα στην αίθουσα του Διοικητικού Συμβουλίου της Σούπερ Λίγκας. Η συνύπαρξη στο ίδιο τραπέζι του προέδρου της ΠΑΕ Παναθηναϊκός Γιάννη Αλαφούζου και του ομολόγου του της ΠΑΕ Ολυμπιακός Βαγγέλη Μαρινάκη μετέτρεψε σε ροντέο τη συνεδρίαση. Αλαφούζος και Μαρινάκης αντάλλαξαν εκφράσεις πεζοδρομίου, ο παράγοντας των Ερυθρολεύκων «μπουγέλωσε» με ένα ποτήρι νερό τον επικεφαλής του ποδοσφαιρικού Τριφυλλιού, ενώ κινήθηκε και απειλητικά προς το μέρος του. Ο Κωνσταντίνου που δεν έμεινε αμέτοχος στην αναταραχή (από τον Ολυμπιακό τον κατηγορούν ότι προσπάθησε να εκτοξεύσει αντικείμενο, κάτι που διαψεύδεται από τον Παναθηναϊκό) δέχθηκε χτύπημα στο πρόσωπο από άνδρα της προσωπικής φρουράς του Μαρινάκη. Η συνεδρίαση διεκόπη, αλλά οι αντεγκλήσεις συνεχίστηκαν στους διαδρόμους της Σούπερ Λίγκας με τον Κωνσταντίνου να διαπληκτίζεται και με τον εκπρόσωπο επικοινωνίας της ΠΑΕ Ολυμπιακός Κώστα Καραπαππά, ενώ η συνέχεια θα δοθεί κάποια στιγμή στις δικαστικές αίθουσες καθώς κατατέθηκαν εκατέρωθεν μηνύσεις.
Πρόκειται πάντως για μια κόντρα που κρατά αιώνια. Τον περασμένο Απρίλιο τα αίματα είχαν ανάψει ξανά στον ίδιο χώρο, με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Ο Μαρινάκης λογομάχησε με τον Αλαφούζο και ο νυν αντιπρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός υπερασπίστηκε τον πρόεδρο του ποδοσφαιρικού Τριφυλλιού. Ο επικεφαλής της ΠΑΕ Ολυμπιακός τού είπε «φώναξε και σήμερα μπας και βγάλεις το μεροκάματο», ο Κωνσταντίνου τον έβρισε, ο Μαρινάκης κινήθηκε απειλητικά εναντίον του και ο παλαίμαχος γκολκίπερ του Τριφυλλιού τού απάντησε «έλα έξω να τα πούμε. Ελα έξω αλλά χωρίς τους μπράβους».
Ετσι είναι ο αγριόγατος, βράζει το αίμα του από την εποχή που έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στις αλάνες του Αμαρουσίου και αργότερα στον Παράδεισο, απ’ όπου τον απέκτησε ο Παναθηναϊκός. Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι ξεκίνησε την αθλητική του δραστηριότητα παίζοντας μπάσκετ στο Μαρούσι σε ηλικία 8 ετών, ενώ με το ποδόσφαιρο καταπιάστηκε στα 15 του. Μάλιστα, μέχρι τα 23 αγωνιζόταν παράλληλα ως τερματοφύλακας στον Παναθηναϊκό και ως πλεϊμέικερ στον ΓΣ Αμαρουσίου, τον οποίο βοήθησε να προβιβαστεί στην Α’ Εθνική το 1970! Ωσπου μια ημέρα υπέστη διάσειση κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μπάσκετ και ο θρυλικός προπονητής του Παναθηναϊκού Φέρεντς Πούσκας, που λίγο αργότερα οδήγησε το Τριφύλλι μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, του έθεσε το δίλημμα: «Ποδόσφαιρο ή μπάσκετ; Διάλεξε ένα από τα δύο».
Αν και αγαπούσε το μπάσκετ, επέλεξε το ποδόσφαιρο διότι θεώρησε ότι θα του πρόσφερε περισσότερα. Και δικαιώθηκε. Τα απέκτησε όλα: φήμη, τίτλους, διακρίσεις, χρήματα, λάμψη, αναγνωρισιμότητα και πολλές, μα πάρα πολλές γυναίκες. Τις λάτρευε και τον λάτρευαν, ενώ θρυλείται πως την εποχή που μεσουρανούσε κάθε βράδυ βρισκόταν στο κρεβάτι του και με μια διαφορετική αιθέρια ύπαρξη. Ο φλογερός δωδεκαετής έρωτας με την ηθοποιό Μάρθα Καραγιάννη, μια από τις πιο ποθητές γυναίκες εκείνης της εποχής, θεωρείται μέχρι και σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα love story της ελληνικής σόουμπιζ.