Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ κατά της κυριακάτικης λειτουργίας των καταστημάτων έδωσε το έναυσμα για έναν νέο κύκλο συζητήσεων. Ιδιαίτερα από μετριοπαθείς ανθρώπους συζητείται και κάτι πολύ ανησυχητικό: οι αποφάσεις του ΣτΕ τους φαίνονται όλο και πιο συντηρητικές, όλο και πιο δυσανεκτικές στην αλλαγή. Δεν είναι, φυσικά, παράδοξο οι ανώτατοι δικαστές μιας χώρας να είναι λίγο πιο συντηρητικοί από τον μέσο πολίτη. Είναι μία ιδιαίτερη κατηγορία πολιτών, αλλά είναι και εκείνοι μέρος της κοινωνίας από την οποία προέρχονται. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η ελληνική κοινωνία παραμένει εξαιρετικά συντηρητική.

Συντηρητικός δεν είναι, φυσικά, εκείνος που απλώς δεν υιοθετεί οτιδήποτε νεωτερικό του προτείνουν, αλλά εκείνος που δεν θέλει να αλλάξει τίποτα γιατί η ίδια η αλλαγή είναι ανεπιθύμητη. Πολλά είδη συντηρητισμού είναι αναγνωρίσιμα στον δυτικό κόσμο. Ο δεξιός συντηρητικός υπερασπίζεται όλα τα πατροπαράδοτα και μπορεί να καταλήξει σε φοβικές συμπεριφορές, όπως η ξενοφοβία, η ομοφοβία κ.λπ. Ο αριστερός συντηρητικός αδυνατεί να δεχθεί ότι οι κοινωνικές δομές είναι δυναμικό φαινόμενο που αλλάζει και υπερασπίζεται με πάθος οτιδήποτε θεωρεί λαϊκό κεκτημένο, ακόμα κι αν αυτό προκαλεί αδικίες και ανισότητες. Η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να έχει υπερβεί αυτές τις διαχωριστικές γραμμές: ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να κατηγορεί τους ξένους συλλήβδην για τα προσωπικά του δεινά και να διαμαρτύρεται ότι η λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές είναι ο Λεβιάθαν του καπιταλισμού. Αυτός ο περίεργος συντηρητισμός, χωρίς –έστω στρεβλές –αρχές και ιδέες, είναι ίσως το πιο ανησυχητικό παρελκόμενο της οικονομικής κρίσης. Ενισχύεται, όμως, από δύο τάσεις που προϋπήρχαν.

Πρώτον, στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη απήχηση η ιδεοληψία παρά η ιδεολογία. Η ιδεολογία εδράζεται σε αρχές που δικαιώνονται ή καταρρίπτονται με τη δημόσια διαβούλευση. Συνεπώς, όσο εδραιωμένη και να είναι κλονίζεται, μετασχηματίζεται, προσαρμόζεται και, αν χρειαστεί, εγκαταλείπεται. Η ιδεοληψία, αντιθέτως, δεν ανταποκρίνεται σε επιχειρήματα και παραμένει ακλόνητη και διεκδικητική, ακόμα και όταν όλα δείχνουν ότι είναι παράλογη. Από την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες μέχρι το ωράριο των καταστημάτων, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τέτοιες πανίσχυρες ιδεοληψίες.

Δεύτερον, οι περισσότεροι Ελληνες δεν έχουν εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκουν εύφορο έδαφος τόσες θεωρίες συνωμοσίας. Οι θεωρίες αυτές είναι πάντα προκλητικές και ερεθίζουν τη φαντασία μας. Αλλά, όταν υπάρχει στοιχειώδης εμπιστοσύνη στους θεσμούς, αργά ή γρήγορα οι συνωμοσίες αποτυγχάνουν και μένουν στο περιθώριο. Διότι στο τέλος πάντα υπάρχει μια δικλίδα: είμαστε βέβαιοι ότι «αυτό δεν θα το επέτρεπε η κυβέρνηση ή η Βουλή ή τα δικαστήρια». Οταν αυτή η δικλίδα δεν υπάρχει, όλα είναι πιθανά: μπορεί καθετί που δεν ανταποκρίνεται στο θρησκευτικό μας αίσθημα να αποτελεί την απαρχή θρησκευτικών διώξεων και μια απλή διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων να αποσκοπεί στην υποδούλωση των ιδιωτικών υπαλλήλων. Οταν οι θεσμοί λειτουργούν, κανενός η θρησκευτική ελευθερία και κανενός τα εργασιακά δικαιώματα δεν κινδυνεύουν. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που επιβάλλουν τη στήριξη των θεσμών, ακόμα και όταν αποδεικνύονται ανεπαρκείς στην πράξη: η υποβάθμισή τους οδηγεί στην πλήρη απαξίωση και, τελικά, στην απόλυτη αποδυνάμωση του βασικού πολιτικού τους ρόλου.

Οι δικαστές αποτελούν μέρος της βαθιά συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας. Προέρχονται από αυτήν και απευθύνονται σε αυτήν. Ισως μάλιστα, εκ της θέσεώς τους, να είναι λιγότερο ενθουσιώδεις με τις ριζοσπαστικές αλλαγές που δεν συμβαδίζουν με όσα τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν ορθά και δίκαια επί δεκαετίες. Αυτό το μήνυμα, όμως, της ιδεοληπτικής αντίστασης σχεδόν σε κάθε σημαντική αλλαγή λαμβάνουν και από την ελληνική κοινωνία. Αυτό που περνάει από το χέρι μας είναι να συμμετέχουμε στη δημόσια διαβούλευση με καλή προαίρεση, αλλά και ανοιχτά αφτιά για επιχειρήματα που θα μας πείσουν όχι ότι είχαμε εξαρχής δίκιο αλλά ότι υπάρχει και καλύτερος δρόμος. Οι δικαστές είτε θα αφουγκραστούν το μήνυμα είτε θα έρθουν σε ρήξη με την κοινωνία που υπηρετούν. Σπανίως συμβαίνει το δεύτερο.

Ο Κωνσταντίνος Ι. Καλλίρης είναι νομικός, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης