«Οχι μόλις βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μόλις πέσει η κυβέρνηση δεν θα μείνει φράγκο στις τράπεζες». Η φράση ανήκει στον Αδωνη Γεωργιάδη. Και δεν θα είχε αξία αν δεν ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ –ενώ έφθασε και ώς το Υπουργικό Συμβούλιο.

Οσο συνεχίζεται απερίσκεπτα αυτή η φαρσοκωμωδία περί απόσυρσης καταθέσεων –που ξεκίνησε από μια φράση του Πρωθυπουργού στο καφενείο της Βουλής –τείνει να ανοίξει κερκόπορτα στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Κάποιοι βάζουν τα χέρια τους και θα βγάλουν τα μάτια όλων μας.

Οποιος θέλει να πάρει τα λεφτά του από τις τράπεζες όταν πέσει η κυβέρνηση, βγει ο ΣΥΡΙΖΑ ή αποκλειστεί ο Παναθηναϊκός μπορεί να το κάνει. Μπορεί να το λέει και στους φίλους του. Ως ιδιώτης ή ακόμη και ως απλός βουλευτής, ο Γεωργιάδης έχει κάθε δικαίωμα να δίνει τις παραστάσεις του στα κανάλια και στην εκπομπή του, υπάρχει και το τηλεκοντρόλ. Αλλά όταν είναι πρόσωπο με θεσμικό ρόλο, που τον καθιστά αντικαταστάτη του Πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική διαδικασία, δεν μπορεί να πετάει ανεύθυνα την παρόλα του. Ο,τι λέει είναι σαν να το λέει η ΝΔ επισήμως.

Τι εννοεί ένας πολιτικός με διακριτό ρόλο στην κομματική ιεραρχία όταν εκστομίζει αβασάνιστα ότι «δεν θα αφήσει να του φάει τα λεφτά ο Βαρεμένος»; Μπορεί να επιτίθεται όσο θέλει στον συγκεκριμένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και σε όποιον άλλον –έτσι γίνεται η πολιτική. Αλλά όταν εμπλέκει τις τραπεζικές καταθέσεις είναι σαν να παροτρύνει όποιον τον παίρνει στα σοβαρά να τις αποσύρει. Και αυτό δεν είναι πολιτική. Οποιοσδήποτε μπορεί να δυσφορεί επειδή ενδέχεται οι πολίτες να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ ή οτιδήποτε άλλο. Ξίδι. Αλλά εδώ είναι κάτι διαφορετικό: εξουσιοδοτημένος παράγων του κυβερνώντος κόμματος πολιτικολογεί αδίστακτα με τις καταθέσεις των πολιτών στις τράπεζες. Κάποιος να τον σταματήσει. Προτού γίνουν μόδα στη λαϊκιστική Δεξιά αυτές οι λούμπεν συμπεριφορές. Εκτός αν αποφασίσουμε ότι τα φαινόμενα αρλουμπολογίας εντάσσονται σε κάτι που έγραψε ο Μανόλης Αναγνωστάκης: «Δεν έφταιγε ο ίδιος –τόσος ήτανε».