Ενα τεσσαράκι Ρίχτερ προχθές στο Ναύπλιο κι άλλα τόσα τις προηγούμενες ημέρες στον Αργολικό δεν είναι να τα προσπερνάς. Κάτι μας κλωτσάει από κάτω, κάτι αναγγέλλει την άφιξή του σαν το «Forza del destino» του Βέρντι (δύο όμποε, δύο φαγκότα, δύο κλαρίνα και τρία τρομπόνια).

–Τακ τακ, ποιος είναι;

–Εγώ είμαι, βρε κουτό. Το «αίμα δάκρυα κι ιδρώτας» που σου έταξα

–Εσύ είσαι, Σάκη μου;

–Σιγά μην είμαι κι η Ρουσλάνα. Είμαι η «δίκαιη φτώχεια» που σου κρούει τη θύρα. Εγώ που θα σε ξαναβάλω στη Γιουροβίζιον μαζί με την Ουκρανία και το Αζερμπαϊτζάν, γιατί αυτή «η ξεφτίλα και η ευρωπαϊκή απομόνωση» δεν αντέχονται με τίποτα.

–Εσείς είστε, κύριε Παπαδημούλη; Σας μπέρδεψα με τον Βαρουφάκη.

–Εμείς. Εσείς;

–Κυρία, αλλά για σας δεσποινίς.

Περιττό και να σ’το πω, ξύπνησα παπί στον ιδρώτα. Δεν ήμουν όμως με τον Βέρντι στο Θέατρο Καμένι της Αγίας Πετρούπολης, ούτε στο Stadthalle της Βιέννης με τον Παπαδημούλη και την Κοντσίτα Βουρστ. Ημουν στο Ναύπλιο, που σας έλεγα και παραπάνω. Κυριακή ώρα επτά παρά τέταρτο πρωινή. Στην πόρτα απάνω του Αγίου Σπυρίδωνα την έφαγα πισώπλατα από κάτι κατσαπλιάδες. Είκοσι επτά Σεπτεμβρίου 1831 (με το παλιό) κι ήταν –πώς να στο πω –σαν να ήταν σήμερα με το καινούργιο.