«Υπάρχει στον τόπο μας μια μερίδα ανθρώπων που από πνευματικό σνομπισμό θεωρεί σαν ανώτερη τέχνη ό,τι τρελό και ακαταλαβίστικο δεν μπορεί να εννοήσει ο πολύς κοσμάκης, το «χαμηλό» αυτό κοινό που αποτελείται από αμόρφωτους πληβείους (…) με τη δικαιολογία πάντα κάποιας καινούργιας σχολής που η ονομασία της καταλήγει σε -ισμός».

Το κείμενο του σκηνοθέτη, σεναριογράφου, στιχουργού Γιώργου Τζαβέλλα από περιοδικό της εποχής, κάπου στα μέσα του ’50, θα μπορούσε να ανοίξει στις ημέρες μας –με δύναμη διαχρονική –ένα θέμα που αφορά τους εγχώριους καλλιτέχνες και διανοουμένους, εντός ή εκτός εισαγωγικών. Και δεν αφορά το κοινό που οι «Εννοούμενοι διανοούμενοι», όπως είναι ο τίτλος του άρθρου, τους βλέπουν σαν «αμόρφωτους πληβείους» κι εκείνοι με ευκολία αποτάσσουν ως «ακαταλαβίστικο» κάθε δημιούργημα τέχνης που θεωρούν ότι προϋποθέτει παιδεία ή βαθιά γνώση (και δεν αφήνονται απλά στο μεταίσθημά του).

Δεν είναι μόνο σύνθημα ή αφορισμός ότι σε δύσκολες ώρες έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη –αδήριτη –την τέχνη. Τον λόγο των καλλιτεχνών και των διανοουμένων που μπορεί να μας ανοίξει πόρτα παρηγορίας σε καιρούς απόγνωσης. Είναι και αυταπόδεικτη αλήθεια, για τους ευήκοους τουλάχιστον απέναντι στην τέχνη.

Ενός λεπτού σιγή, λοιπόν (άντε και κάτι παραπάνω), για τον Γιώργο Τζαβέλλα, που σε χρόνια επίσης δύσκολα είχε ορίσει και οριστεί ως ο πλήρης διανοούμενος, με συνολικό όραμα. Και όχι αποσπασματικό και τεχνικό, όπως συνηθίζεται –και φοριέται –πολύ στις μέρες μας. Γιατί ο Τζαβέλλας, του οποίου τον βίο, την πολιτεία και την ουσία του έργου του φωτίζει θαυμαστά μια νέα μονογραφία από τον λάτρη του θεάματος και του κόσμου του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη (εκδ. Αndy’s publishers), γνώριζε: Οτι ο καλλιτέχνης πρέπει να ψηλαφήσει και να αναψηλαφήσει τη σκληρή και ενίοτε απατηλή καθημερινότητα και να την εξυψώσει στην τέχνη του λυτρωτικά. Οτι ο δημιουργός θα πρέπει να είναι πολυσχιδής, διαβασμένος και ταπεινός, μακριά από τη μοναξιά των –προσωπικών, εντέλει –«ακαταλαβίστικων» και «κουλτουριάρικων», όπως τα έχει απαξιώσει λεκτικά η τυραννισμένη, συχνά, απ’ αυτά ελληνική κοινωνία. Οτι ο δικός του δρόμος δεν πρέπει να ακολουθεί την περπατημένη αλλά να χαράζει και να ανοίγει νέα μονοπάτια, όπως ο σκηνοθέτης έκανε το 1961 με την «Αντιγόνη» του, βασισμένη στον αντικινηματογραφικό «Σοφοκλή». «Αντιγόνη» που πριν από την «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη προσείλκυσε το ενδιαφέρον των ξένων στη μετάπλαση της αρχαίας τραγωδίας σε σύγχρονο εργαλείο λύτρωσης –σαν από μηχανής θεός σε μια ζωή απέλπιδα που ζητά την κάθαρση για να απαλύνει τον πόνο.

Κυρίως όμως γνώριζε ως «πολλαπλός» καλλιτέχνης, στον αντίποδα πολλών ημιμαθών συγχρόνων, ότι πρέπει να δείξει συμπόνια ακόμη και στην παρακμή. Και το έκανε πριν από τα 30 του με τα «Χειροκροτήματα», με τα οποία φώτισε και χάιδεψε τρυφερά την παρακμή του Αττίκ.

Μιλάμε για τον σκηνοθέτη που μέσα από τον λόγο του Αργύρη Εφταλιώτη έδωσε υπόσταση κουρσάρου του Αιγαίου, με τον «Μαρίνο Κοντάρα», στον Μάνο Κατράκη προτού εξοριστεί στη Μακρόνησο και ακούσει τους εκεί φύλακες να τον περιπαίζουν: «Τι μας παριστάνεις; Τον Μαρίνο Κοντάρα;»

Εκείνον που μαρκάρισε τον άλλοτε τενόρο Ορέστη Μακρή με τον «Μεθύστακα», με τον «Γρουσούζη», με το «Μια λατέρνα, μια ζωή». Που πρωτοχρησιμοποίησε μαζικά μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι και του Αργύρη Κουνάδη (στην «Αντιγόνη»). Που άγγιξε την παράνοια της καθημερινότητας με τη σπονδυλωτή «Κάλπικη λίρα», λανσάρισε τον Φούντα, τον Φωτόπουλο, ακόμη και την Αλίκη…

«Δεν αντέχω τους εντεχνοκλαψορόκ φτηνιάρηδες» λέει και ο Γιάννης Αγγελάκας (στο «Νσυν»). Αναζητώντας, κόντρα στο τρέχον, την ουσία. Οπως χρειάζεται να κάνει η τέχνη σε καιρούς χαλεπούς. Και οι καλλιτέχνες επίσης. Δίχως αυτή θα μείνουμε ανυπεράσπιστοι στα χαμηλά, πιο χαμηλά. Οπως το «Να είστε όλοι πλυμένοι» του Ψινάκη…