Κάποτε η μεταξύ μας συνεννόηση ήταν απλούστατη. Λέγαμε «Καλά Χριστούγεννα», «Καλό Πάσχα», «Καλή Σαρακοστή» και, όποτε το καλούσε η περίσταση, «Καλά Κρασά». Σήμερα δεν τολμάς να κάνεις βήμα χωρίς να σε λούσουν πατόκορφα με ευχές που έχουν ακρίβεια δευτερολέπτου και είναι υπολογισμένες με ραδιογωνιόμετρο. Κοιτάω να φυλαχτώ από αυτόν τον μαζικό ψυχαναγκασμό αλλά δεν είναι κι εύκολο. Ξεκίνησε δειλά δειλά με το «Καλό μήνα», επεκτάθηκε στην «Καλή βδομάδα», στο «Καλό Σαββατοκύριακο», στην «Καλή Δευτέρα», στην «Καλή Τρίτη» και κοντεύει να φτάσει στο «Καλό εφτά παρά τέταρτο» και στο «Ευτυχισμένες οι εννιά παρά είκοσι πέντε». Προσπαθώ να εξηγήσω στους χρήστες της νέας αυτής μεταφυσικής ότι δεν είναι ανάγκη να μαρκάρουμε κάθε μας στιγμή με το στρες μιας αμφίβολης έναρξης αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να γίνω αντιπαθής. Σκέφτομαι κιόλας μήπως η νέα ανασφάλεια είναι τελικά αυτή που μας αναγκάζει να καλοπιάνουμε διαρκώς τον χρόνο, λες κι ο χρόνος μασάει από τέτοια. «Δεν είναι ο χρόνος, είναι ο φόβος» λέει μια ψιλή φωνίτσα μέσα μου και, για να είμαι ειλικρινής, την πιστεύω. Ο «Χρονοφόβος» είναι το μαθηματικό μοντέλο που ενώνει τον φόβο και τον χρόνο και δημιουργεί ένα μόρφωμα τεσσάρων διαστάσεων. Αν σε χτυπήσει στον σταυρό κάηκες. «Καλή αυριανή» έλεγε η γιαγιά μου, αλλά δεν νομίζω ότι εννοούσε αυτό που είδαμε προχθές