Στο «Βήμα της Κυριακής» (30/8/2014) μεταφέρθηκε «μία κουβέντα» [έτσι αναφέρεται] στο υπουργείο Παιδείας. Ο Ανδρέας Λοβέρδος ζητάει από τα πανεπιστήμια «να βάλουν πλάτη» φέτος για τις μετεγγραφές και από την επόμενη χρονιά «να τους δώσουμε τη δυνατότητα, όπως ζητούν τόσα χρόνια, να ορίζουν μόνα τους τον αριθμό των εισακτέων τους». Οι συνεργάτες του αντιτείνουν: «Μα δεν μας συμφέρει αυτό. Θα στρέψουμε εναντίον μας όλες τις ελληνικές οικογένειες που θα δουν τους αριθμούς των εισακτέων να μειώνονται».

Από τη στιχομυθία αυτή φαίνεται ότι ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως πόσοι νέοι της χώρας θα μορφώνονται στα πανεπιστήμια, αντιμετωπίζεται με ορίζοντα λίγων μηνών και με όρους «βάλτε πλάτη» τώρα να μας διευκολύνετε (σε τι ακριβώς;) και μετά θα σας δώσουμε ό,τι ζητάτε. Οι συνεργάτες του υπουργού στο υπουργείο Παιδείας (και όχι στο πολιτικό του γραφείο) αντιδρούν όχι γιατί αυτό πιθανόν δεν είναι σωστό με κάποια κριτήρια παιδείας και δημοσίου συμφέροντος αλλά γιατί αυτό «δεν μας συμφέρει» και «θα στρέψει εναντίον μας τόσες οικογένειες». Οπως πάντα δηλαδή στην Ελλάδα, αποφάσεις για σοβαρά ζητήματα παίρνονται στο γόνατο, χωρίς κανέναν σχεδιασμό, με όρους τι μας συμφέρει πολιτικά, τι θα δώσω στους αντιπάλους μου για να μην υπάρχει αντίδραση.

Πάμε τώρα στην ουσία. Να ορίζουν τα πανεπιστήμια μονομερώς τον αριθμό των εισακτέων τους; Η δική μου απάντηση είναι «όχι». Για πολλούς λόγους:

Τα πανεπιστήμια είναι θεσμοί του κράτους οπότε, επειδή το κράτος τα χρηματοδοτεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, πρέπει με κάποιον τρόπο να έχει λόγο για το πόσοι νέοι θα λαμβάνουν τριτοβάθμια εκπαίδευση και σε ποιους κατά προτεραιότητα τομείς. Στις σοβαρές χώρες το κράτος το κάνει εμμέσως. Εμπιστεύεται τον θεσμό (και εμμέσως και τα πρόσωπα που τον στελεχώνουν), του δίνει αυτονομία, συνάπτει μαζί του συμφωνίες για να τον χρηματοδοτεί και εν τέλει τον ελέγχει.

Στην Ελλάδα, στον νόμο 4009, προβλέπονται πρόγραμμα εθνικού σχεδιασμού με μεσοπρόθεσμους στόχους που καταρτίζει ο υπουργός Παιδείας (άρθρο 61), τετραετείς συμφωνίες προγραμματικού σχεδιασμού μεταξύ πολιτείας και πανεπιστημίων (άρθρο 62) και ετήσιος απολογισμός της εκτέλεσης των συμφωνιών αυτών. Εννοείται πως τίποτε από αυτά δεν γίνεται (ή ό,τι γίνεται, γίνεται εντελώς διεκπεραιωτικά). Γιατί; Διότι ο υπουργός αλλάζει κάθε τρεις και λίγο, γιατί οι κυβερνήσεις κατά κανόνα δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τις ψήφους γονέων και φοιτητών, και επειδή οι πανεπιστημιακοί έχουν δείξει ότι ενδιαφέρονται κυρίως να ζητούν λεφτά χωρίς να δίνουν στη συνέχεια λογαριασμό σε κανέναν.

Αρα, μέχρι να υπάρξουν τέτοιες δεσμευτικές συμφωνίες με έλεγχο που θα έχει συνέπειες (π.χ. στη χρηματοδότηση), είναι λάθος να ορίζουν τα πανεπιστήμια μόνα τους τον αριθμό εισακτέων.

Τι θα γίνεται αν δεν υπάρχουν συμφωνίες και ορίζουν οι πανεπιστημιακοί μόνοι τους τον αριθμό (ακόμη κι αν οι εξετάσεις παραμείνουν στο κράτος); Αν η χρηματοδότηση είναι ανεξάρτητη από τον αριθμό των φοιτητών, το πιθανότερο είναι να ζητούν λιγότερους φοιτητές (όπως προέβλεψαν και οι συνεργάτες του υπουργού), όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσουν ορισμένοι όροι ακαδημαϊκής λειτουργίας αλλά και γιατί αυτό διευκολύνει πολλαχώς. Οταν δεν μπορείς να σχεδιάσεις την ανάπτυξη του τμήματός σου ή του Ιδρύματος σε βάθος χρόνου λόγω της γενικής προχειρότητας και ιδιοτέλειας (κρατικής και συντεχνιακής), είναι λογικό να ζητάς λιγότερο φόρτο για την ίδια κατάσταση (ίδια χρηματοδότηση, ίδιο αριθμό ΔΕΠ κ.λπ.).

Υπάρχει όμως και η πιθανότητα να ζητούν οι πανεπιστημιακοί μεγάλους αριθμούς φοιτητών για να διατηρούν το τμήμα τους εν ζωή, να τονίζουν τη σπουδαιότητά τους έναντι άλλων τμημάτων ή κατευθύνσεων. Το είδαμε κι αυτό πέρυσι, όταν μειώθηκε ο αριθμός των εισακτέων σε κάποια τμήματα από το υπουργείο. Αυτοί που αρχικά είχαν ζητήσει μικρότερο αριθμό, διαμαρτύρονταν στη συνέχεια ότι τους έριξαν!

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υπουργείο, χωρίς κανένα ακαδημαϊκό κριτήριο, επιβαρύνει αυθαιρέτως τα πανεπιστήμια με αριθμούς φοιτητών που τα ιδρύματα, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να μορφώσουν. Ειδικά με τις μετεγγραφές, καταστρατηγείται και η εικαζόμενη δικαιοσύνη των εξετάσεων, αφού ένας που προσπάθησε λιγότερο, ακόμη και στην αποστήθιση, θα μπει στην ίδια σχολή με εκείνον που μάτωσε στη μελέτη. Οσο το πτυχίο είναι απλώς ένα χαρτί και τα πανεπιστήμια εξεταστικά κέντρα χωρίς παρακολούθηση και χώρους μελέτης, οι αριθμοί των φοιτητών δεν έχουν μεγάλη σημασία. Αν θέλουμε όμως πραγματικά εκπαιδευτικά ιδρύματα πολλά πρέπει να αλλάξουν, με πρώτο να βάλουμε εθνικούς στόχους για το τι θέλουμε να κάνουμε με τα πανεπιστήμια και τους φοιτητές.

Η Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών